χαριδώτης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(6)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charidotis
|Transliteration C=charidotis
|Beta Code=xaridw/ths
|Beta Code=xaridw/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joy-giver</b>, epith. of Hermes, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>18.12</span>, Plu.2.303d; of Dionysus, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>24</span>,<span class="bibl">2.613e</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>308d</span>; of Zeus, Plu.2.1048c; Dor. χᾰρῐ-δώτας, of Dionysus, <span class="title">Africa Italiana</span> 2.144 (Cyrene):—fem. χᾰρῐ-δῶτις, ιδος, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>55.9</span>.</span>
|Definition=χαριδώτου, ὁ, [[joy-giver]], [[epithet]] of [[Hermes]], ''h.Hom.''18.12, Plu.2.303d; of [[Dionysus]], Id.''Ant.''24,2.613e, Jul.''Caes.''308d; of [[Zeus]], Plu.2.1048c; Dor. [[χαριδώτας]], of [[Dionysus]], ''Africa Italiana'' 2.144 ([[Cyrene]]):—fem. [[χαριδῶτις]], ιδος, Orph.''H.''55.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1336.png Seite 1336]] ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1336.png Seite 1336]] ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χαριδότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρῐδώτης:''' ου ὁ HH = [[χαριδότης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰρῐδώτης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., ὁ δοτὴρ χαρᾶς, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. 17. 12.
|lstext='''χᾰρῐδώτης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., ὁ δοτὴρ χαρᾶς, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. 17. 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χαριδότης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χαροδώτης]] και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. [[χαριδῶτις]] και [[χαροδῶτις]], -ώτιδος, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει [[χαρά]], [[χαριδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλουτο</i>-[[δώτης]].
|mltxt=[[χαριδώτης]] και [[χαροδώτης]] και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. [[χαριδῶτις]] και [[χαροδῶτις]], -ώτιδος, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει [[χαρά]], [[χαριδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[πλουτοδώτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰρῐδώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που δίνει [[χαρά]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''χᾰρῐδώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που δίνει [[χαρά]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰρῐ-[[δώτης]], ου, ὁ,<br />joy-[[giver]], Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 1 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐδώτης Medium diacritics: χαριδώτης Low diacritics: χαριδώτης Capitals: ΧΑΡΙΔΩΤΗΣ
Transliteration A: charidṓtēs Transliteration B: charidōtēs Transliteration C: charidotis Beta Code: xaridw/ths

English (LSJ)

χαριδώτου, ὁ, joy-giver, epithet of Hermes, h.Hom.18.12, Plu.2.303d; of Dionysus, Id.Ant.24,2.613e, Jul.Caes.308d; of Zeus, Plu.2.1048c; Dor. χαριδώτας, of Dionysus, Africa Italiana 2.144 (Cyrene):—fem. χαριδῶτις, ιδος, Orph.H.55.9.

German (Pape)

[Seite 1336] ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χαριδότης.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐδώτης: ου ὁ HH = χαριδότης.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρῐδώτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., ὁ δοτὴρ χαρᾶς, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. 17. 12.

Greek Monolingual

χαριδώτης και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδώτης.

Greek Monotonic

χᾰρῐδώτης: -ου, ὁ, αυτός που δίνει χαρά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

χᾰρῐ-δώτης, ου, ὁ,
joy-giver, Hhymn.