θυραμάχος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=θῠρᾱμᾰ́χος | ||
|Medium diacritics=θυραμάχος | |Medium diacritics=θυραμάχος | ||
|Low diacritics=θυραμάχος | |Low diacritics=θυραμάχος |
Latest revision as of 16:13, 4 February 2024
English (LSJ)
[μᾰ], ον, assaulting doors, κῶμοι prob. l. in Pratin.Lyr. 1.8.
German (Pape)
[Seite 1227] draußen, vor der Thür kämpfend, Pratinas bei Ath. XIV, 617 d.
Greek (Liddell-Scott)
θυρᾱμάχος: ον ἐπιτιθέμενος ἐναντίον θυρῶν, θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι νέων Πρατίνας 1. 10.
Greek Monolingual
θυραμάχος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονομάχος, ναυμάχος].