ἐμπολαῖος: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empolaios | |Transliteration C=empolaios | ||
|Beta Code=e)mpolai=os | |Beta Code=e)mpolai=os | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, of or [[concerned in traffic]], [[epithet]] of Hermes as god of commerce, etc., [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''816, ''Pl.''1155, Corn.''ND''16. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐμπολαῖος, -α, -ον (AM)<br />(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]] ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ ' | |mltxt=ἐμπολαῖος, -α, -ον (AM)<br />(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο [[εμπόριο]] ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῖε», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῖος καὶ [[κερδῷος]]», Ευστάθ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:23, 6 February 2024
English (LSJ)
α, ον, of or concerned in traffic, epithet of Hermes as god of commerce, etc., Ar.Ach.816, Pl.1155, Corn.ND16.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ comerciante, BGU 2644.1 (I a.C.)
•ὁ Ἐ. Empoleo epít. de Hermes como dios del comercio, Ar.Ach.816, Pl.1155, SEG 30.908 (Olbia V a.C.), Corn.ND 16, cf. Plu.2.777d, Poll.7.15, Hsch.
German (Pape)
[Seite 816] zum Handel gehörig; so heißt Hermes als Schutzgott des Handels, Ar. Plut. 1155 Ach. 816 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside au commerce.
Étymologie: ἐμπολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολαῖος: торговый, покровительствующий торговле (эпитет Гермеса) Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἐνδιαφερόμενος εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ ὡς θεοῦ τοῦ ἐμπορίου, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 816, Πλοῦτ. 1155, πρβλ. ἀγοραῖος, κερδῷος.
Greek Monolingual
ἐμπολαῖος, -α, -ον (AM)
(ως επίθ. του Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή το προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ 'μπολαῖε», Αριστοφ.
β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῖος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.).
Greek Monotonic
ἐμπολαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει σχέση με το εμπόριο, σε Αριστοφ.