Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίσειον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και επίσιον, το (Α [[ἐπίσειον]] και [[ἐπίσιον]])<br /><b>1.</b> [[εφήβαιο]], το [[προς]] την ήβη [[μέρος]] του αιδοίου<br /><b>2.</b> η [[τρίχωση]] του εφηβαίου, η ήβη<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπίσειον]]<br />το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>επί</i> και [[ἴσος]] (ή <i>ἶσος</i>, στην επική και ιωνική [[ποίηση]])].
|mltxt=και επίσιον, το (Α [[ἐπίσειον]] και [[ἐπίσιον]])<br /><b>1.</b> [[εφήβαιο]], το [[προς]] την ήβη [[μέρος]] του αιδοίου<br /><b>2.</b> η [[τρίχωση]] του εφηβαίου, η ήβη<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπίσειον]]<br />το αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>επί</i> και [[ἴσος]] (ή <i>ἶσος</i>, στην επική και ιωνική [[ποίηση]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσειον Medium diacritics: ἐπίσειον Low diacritics: επίσειον Capitals: ΕΠΙΣΕΙΟΝ
Transliteration A: epíseion Transliteration B: episeion Transliteration C: episeion Beta Code: e)pi/seion

English (LSJ)

v. ἐπίσιον.

German (Pape)

[Seite 976] τό, die Schamgegend, die Schamhaare, Hippocr., mit der v.l. ἐπίσιον, wie Arist. H. A. 1, 15 steht; Lycophr. 1385.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσειον: τό, τὰ περὶ τὴν ἥβην μέρη, Ἱππ. 252. 34, κτλ.· γραφόμενον ὡσαύτως ἐπείσειον, Λυκόφρ. 1385· ἐπίσιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. - Κατὰ Πολυδ. «αὐτὴ δὲ ἡ τρίχωσις (ἡ περὶ τὸ αἰδοῖον δηλ.) ἥβη τη καὶ ἐπίσιον», κατὰ δὲ Ἡσύχιον: «ἐπίσειον· τὸ αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».

Greek Monolingual

και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)
1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος του αιδοίου
2. η τρίχωση του εφηβαίου, η ήβη
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον
το αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα του -ι- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσοςἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].