εὔφθογγος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων | |mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:27, 6 February 2024
English (LSJ)
εὔφθογγον, wellsounding, cheerful, λύρη Thgn.534; κελάδους -οτέρους A.Ch.341 (anap.); σύριγγες E.Tr.127 (lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: Sup., Id.6.1.9.
German (Pape)
[Seite 1106] wohltönend, κέλαδοι εὐφθογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφθογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne agréablement, harmonieux;
Cp. εὐφθογγότερος, Sp. εὐφθογγότατος.
Étymologie: εὖ, φθέγγω.
Russian (Dvoretsky)
εὔφθογγος: красиво звучащий, благозвучный, мелодичный (κέλαδοι Aesch.; συρίγγων φωνή Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔφθογγος: ὁ εὖ φθεγγόμενος, καλῶς ἠχῶν. εὔφθογγοι χοροὶ λύρην ὀχέων Θέογν. 534· κελάδους εὐφθογγοτέρους Αἰσχύλ. Χο. 341· συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Εὐρ. Τρῳ. 127· ἔχων γλυκεῖαν φωνήν, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ Ὑπερθ., Στράβ. 718, πρβλ. 260.
Greek Monolingual
εὔφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», Ευρ.)
2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος.
Greek Monotonic
εὔφθογγος: αυτός που ακούγεται καλά, εύθυμος, χαρωπός, σε Θέογν., Αισχύλ.