βαρυδότειρα: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυδότειρα]], η (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βαρυδότειρα]] Μοῑρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει [[δυστυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[δότειρα]], θηλ. του [[δοτήρ]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]].
|mltxt=[[βαρυδότειρα]], η (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βαρυδότειρα]] Μοῖρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει [[δυστυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[δότειρα]], θηλ. του [[δοτήρ]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:27, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠδότειρα Medium diacritics: βαρυδότειρα Low diacritics: βαρυδότειρα Capitals: ΒΑΡΥΔΟΤΕΙΡΑ
Transliteration A: barydóteira Transliteration B: barydoteira Transliteration C: varydoteira Beta Code: barudo/teira

English (LSJ)

ἡ, giver of ill gifts, Μοῖρα A.Th.977.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠδότειρα) -ας, ἡ que da duros regalos Μοῖρα A.Th.975.

German (Pape)

[Seite 433] Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
qui accable de maux.
Étymologie: βαρύς, δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυδότειρα -ας, ἡ βαρύς, δίδωμιgeefster van lasten’, d.w.z. ongelukbrengster.

Russian (Dvoretsky)

βαρυδότειρα:подательница бедствий (эпитет Мойры) Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠδότειρα: ἡ, ἡ παρέχουσα τὰ βάρη, τὰς δυστυχίας, Μοῖρα Αἰσχύλ. Θήβ. 975, 988.

Greek Monolingual

βαρυδότειρα, η (Α)
φρ. «βαρυδότειρα Μοῖρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι.

Greek Monotonic

βᾰρῠδότειρα: ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

giver of ill gifts, Aesch.