χρείος: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χρέος]].<br /><b>(II)</b><br />-ον, ΜΑ, και | |mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χρέος]].<br /><b>(II)</b><br />-ον, ΜΑ, και χρῖος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του λείπουν [[πολλά]] πράγματα, [[ενδεής]], [[φτωχός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ανάγκη]] ενός πράγματος («λουτροῦ χρεῖός ἐστι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρήσιμος]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται», με κατάλ. -<i>ιος</i>, πιθανότατα μέσω ενός τ. <i>χρή</i>-<i>ϊος</i> με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>- προ φωνήεντος (<b>πρβλ.</b> [[ἱερήϊον]] > <i>ἱερέϊον</i> > [[ἱερεῖον]]). Η κύρια σημ. του επιθ. [[είναι]] «αυτός που έχει [[ανάγκη]]» και [[επομένως]] «[[ενδεής]], [[φτωχός]]», ενώ η σημ. «[[χρήσιμος]]» [[είναι]] σπανιότερη και έχει προέλθει κατ' [[επίδραση]] της σημ. του επιθ. <i>ἀ</i>-[[χρεῖος]] «[[άχρηστος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[χρεία]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
(επικ. τ.) βλ. χρέος.
(II)
-ον, ΜΑ, και χρῖος, -ον, Α
1. αυτός που του λείπουν πολλά πράγματα, ενδεής, φτωχός
2. αυτός που έχει την ανάγκη ενός πράγματος («λουτροῦ χρεῖός ἐστι», Λουκιαν.)
αρχ.
χρήσιμος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -ιος, πιθανότατα μέσω ενός τ. χρή-ϊος με βράχυνση του -η- προ φωνήεντος (πρβλ. ἱερήϊον > ἱερέϊον > ἱερεῖον). Η κύρια σημ. του επιθ. είναι «αυτός που έχει ανάγκη» και επομένως «ενδεής, φτωχός», ενώ η σημ. «χρήσιμος» είναι σπανιότερη και έχει προέλθει κατ' επίδραση της σημ. του επιθ. ἀ-χρεῖος «άχρηστος» (< χρεία)].