μηδαμοί: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μηδαμοῑ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (πιθ. γρφ.) σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῖ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οὐδαμ</i>-<i>οῖ</i>)].
|mltxt=μηδαμοῖ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (πιθ. γρφ.) σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῖ</i> ([[πρβλ]]. [[οὐδαμοῖ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

μηδαμοῖ (Α)
επίρρ. (πιθ. γρφ.) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. οὐδαμοῖ)].