οικώ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. [[οἰκείω]], λοκρ. τ. Fοικέω) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἰκέοιτο [[πόλις]] Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[οικουμένη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος [[κάπου]], [[εδρεύω]] (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκῆσαν ψυχαῑς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] ή ως [[άποικος]] σε έναν [[τόπο]] (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σπίτι]] ή με [[πόλη]]) [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] («[[οἴκει]] τὴν πόλιν ὁμοίως [[ὥσπερ]] τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («μὴ τὸν ἐμὸν [[οἴκει]] νοῦν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως [[κατοικία]] μου, [[διαμένω]] («ναοῑσι δ' οἰκεῑς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[κείμαι]], ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῦσι», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν [[πόλεων]] διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. [[οἰκείω]], λοκρ. τ. Fοικέω) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἰκέοιτο [[πόλις]] Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[οικουμένη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος [[κάπου]], [[εδρεύω]] (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκῆσαν ψυχαῖς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] ή ως [[άποικος]] σε έναν [[τόπο]] (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σπίτι]] ή με [[πόλη]]) [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] («[[οἴκει]] τὴν πόλιν ὁμοίως [[ὥσπερ]] τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («μὴ τὸν ἐμὸν [[οἴκει]] νοῦν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως [[κατοικία]] μου, [[διαμένω]] («ναοῖσι δ' οἰκεῖς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[κείμαι]], ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῦσι», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν [[πόλεων]] διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) οίκος
1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», Ηρόδ.
β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη
μσν.-αρχ.
μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου, εδρεύω (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», Σοφ.
β. «οἰκῆσαν ψυχαῖς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως κάτοικος ή ως άποικος σε έναν τόπο (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», Θουκ.
β. «τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με σπίτι ή με πόλη) διοικώ, κυβερνώοἴκει τὴν πόλιν ὁμοίως ὥσπερ τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)
3. μτφ. διευθύνω, κατευθύνω («μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν», Ευρ.)
4. (αμτβ.) α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως κατοικία μου, διαμένω («ναοῖσι δ' οἰκεῖς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», Ευρ.)
β) κείμαι, ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῦσι», Ξεν.)
γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», Πλάτ.).