σκιρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ες, <i>von [[harter]] Art, [[verhärtet]]</i>, Gal.
|ptext=ες, <i>von [[harter]] Art, [[verhärtet]]</i>, Gal.
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος / σκίρ(ρ)ος]]
νεοελλ.
(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύσταση
αρχ.
1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός
2. (για τη νόσο της επιληψίας) επίμονος.

German (Pape)

ες, von harter Art, verhärtet, Gal.