πνιγῖτις: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pnigitis
|Transliteration C=pnigitis
|Beta Code=pnigi=tis
|Beta Code=pnigi=tis
|Definition=(sc. [[γῆ]]), ιδος, ἡ, a sort of <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[clay]], Dsc.5.157, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>35.194</span>.</span>
|Definition=(''[[sc.]]'' [[γῆ]]), ιδος, ἡ, a sort of [[clay]], Dsc.5.157, Plin. ''HN''35.194.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>φρ.</b> «πνιγῑτις γῆ» — [[είδος]] μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως [[προς]] την [[ποιότητα]] με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[γιατί]] βρίσκεται σε στενούς τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πνίγ</i>- του [[πνίγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεγ</i>-<i>ίτις</i>)].
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>φρ.</b> «πνιγῖτις γῆ» — [[είδος]] μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως [[προς]] την [[ποιότητα]] με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[γιατί]] βρίσκεται σε στενούς τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πνίγ</i>- του [[πνίγω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[στεγίτις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγῖτις Medium diacritics: πνιγῖτις Low diacritics: πνιγίτις Capitals: ΠΝΙΓΙΤΙΣ
Transliteration A: pnigîtis Transliteration B: pnigitis Transliteration C: pnigitis Beta Code: pnigi=tis

English (LSJ)

(sc. γῆ), ιδος, ἡ, a sort of clay, Dsc.5.157, Plin. HN35.194.

German (Pape)

[Seite 641] ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγῖτις: (δηλ. γῆ) ἡ, εἶδος πηλοῦ, Διοσκ. 5. 177, Πλίν. 35. 56.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
φρ. «πνιγῖτις γῆ» — είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + επίθημα -ῖτις (πρβλ. στεγίτις)].