συζευγνύω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(39)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συζεύγνυμι]], ΝΑ, και [[συζεύγω]] Ν [[ζεύγνυμι]] / <i>ζευννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[ενώνω]] δύο πράγματα [[μαζί]], [[δημιουργώ]] [[σύζευξη]] (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με [[γέφυρα]]» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας [[σύνδυο]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]] με τον δεσμό του γάμου [[ζευγαρώνω]], [[παντρεύω]] (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, [[ἄνθρωπος]] μὴ χωριζέτω», ΚΔ<br />β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ὁ [[νόμος]]... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνεζευγμένη [[μέθοδος]]»<br /><b>μαθ.</b> [[μέθοδος]] συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την [[λύση]] προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[μαζί]] στον [[ζυγό]], [[ζεύω]] («[[οὔτε]]... [[ἄρμα]] [[δήπου]] ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συζεύγνυμαι</i><br />α) (<b>για πράγμ.</b>) <b>σπαν.</b> [[είμαι]] αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, [[είμαι]] συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.<br />β. «συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῡ ἤθους ἀρετῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνάπτω]] («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[συζεύγνυμι]], ΝΑ, και [[συζεύγω]] Ν [[ζεύγνυμι]] / <i>ζευννύω</i>]<br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[ενώνω]] δύο πράγματα [[μαζί]], [[δημιουργώ]] [[σύζευξη]] (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με [[γέφυρα]]» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας [[σύνδυο]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδέω]] με τον δεσμό του γάμου [[ζευγαρώνω]], [[παντρεύω]] (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, [[ἄνθρωπος]] μὴ χωριζέτω», ΚΔ<br />β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ὁ [[νόμος]]... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῖκα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνεζευγμένη [[μέθοδος]]»<br /><b>μαθ.</b> [[μέθοδος]] συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την [[λύση]] προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[μαζί]] στον [[ζυγό]], [[ζεύω]] («[[οὔτε]]... [[ἄρμα]] [[δήπου]] ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συζεύγνυμαι</i><br />α) (<b>για πράγμ.</b>) <b>σπαν.</b> [[είμαι]] αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, [[είμαι]] συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.<br />β. «συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνάπτω]] («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν ζεύγνυμι / ζευννύω]
1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.)
2. συνδέω με τον δεσμό του γάμου ζευγαρώνω, παντρεύω (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», ΚΔ
β. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», Ευρ.
γ. «ὁ νόμος... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῖκα», Ξεν.)
νεοελλ.
φρ. «συνεζευγμένη μέθοδος»
μαθ. μέθοδος συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την λύση προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσών
αρχ.
1. βάζω μαζί στον ζυγό, ζεύωοὔτε... ἄρμα δήπου ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», Ξεν.)
2. (το παθ.) συζεύγνυμαι
α) (για πράγμ.) σπαν. είμαι αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, είμαι συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.
β. «συνέζευκται ἡ φρόνησις τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ», Αριστοτ.)
β) μτφ. συνάπτω («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», Ευρ.).