τροχαίος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / τροχαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τροχαίος]]<br />(ενν. [[πους]]) i) [[μετρικός]] [[πόδας]] της αρχαιότητας που αποτελείται από μία μακρά [[συλλαβή]], τη [[θέση]], και μία βραχεία, την [[άρση]], -∪<br />ii) (στη νεώτερη [[ποίηση]]) [[μετρικός]] [[πόδας]] που σύγκειται από δύο συλλαβές, μία τονισμένη και μία άτονη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τροχοφόρα και στην [[κίνηση]] τους (α. «τροχαία [[κίνηση]]» — η [[κυκλοφορία]] [[κάθε]] είδους τροχοφόρων οχημάτων<br />β. «τροχαίο υλικό» — το [[σύνολο]] τών σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών οχημάτων [[μαζί]] με τα ανταλλακτικά τους)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Τροχαία</i><br />[[υπηρεσία]] της Αστυνομίας που ρυθμίζει και εποπτεύει την ομαλή [[κυκλοφορία]] τών τροχοφόρων και τών πεζών και ελέγχει τη σωστή [[τήρηση]] τών κανόνων οδικής κυκλοφορίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πηγαίνει τρέχοντας, [[ταχύς]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[είδος]] γοργού ρυθμού<br />β) ο [[τρίβραχυς]]<br />γ) <b>μουσ.</b> (για ρυθμική [[αγωγή]]) γρήγορος, [[γοργός]] («οἱ σαλπιγκταὶ τροχαῑόν τι συμβοήσαντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>τροχαῑα</i><br />«[[μέσα]] ἐν κύβοις ἢ ὁδὸς ὡς Ῥεύθων»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τροχαῖος [[σημαντός]]»<br />([[κατά]] τον <b>Αριστείδ.</b> Κ.) «ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετρασή μου ἄρσεως ∪∪ - -» <br />β) «τροχαῖος «[[σφήν]]» — [[είδος]] βασανιστικού οργάνου (<b>Ιώσ.</b>)<br />γ) «τροχαῖος [[νόμος]]» — [[μελωδία]] σε τροχαϊκό ρυθμό η οποία επινοήθηκε από τον Τέρπανδρο (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο / τροχαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τροχαίος]]<br />(ενν. [[πους]]) i) [[μετρικός]] [[πόδας]] της αρχαιότητας που αποτελείται από μία μακρά [[συλλαβή]], τη [[θέση]], και μία βραχεία, την [[άρση]], -∪<br />ii) (στη νεώτερη [[ποίηση]]) [[μετρικός]] [[πόδας]] που σύγκειται από δύο συλλαβές, μία τονισμένη και μία άτονη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τροχοφόρα και στην [[κίνηση]] τους (α. «τροχαία [[κίνηση]]» — η [[κυκλοφορία]] [[κάθε]] είδους τροχοφόρων οχημάτων<br />β. «τροχαίο υλικό» — το [[σύνολο]] τών σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών οχημάτων [[μαζί]] με τα ανταλλακτικά τους)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Τροχαία</i><br />[[υπηρεσία]] της Αστυνομίας που ρυθμίζει και εποπτεύει την ομαλή [[κυκλοφορία]] τών τροχοφόρων και τών πεζών και ελέγχει τη σωστή [[τήρηση]] τών κανόνων οδικής κυκλοφορίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πηγαίνει τρέχοντας, [[ταχύς]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[είδος]] γοργού ρυθμού<br />β) ο [[τρίβραχυς]]<br />γ) <b>μουσ.</b> (για ρυθμική [[αγωγή]]) γρήγορος, [[γοργός]] («οἱ σαλπιγκταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>τροχαῖα</i><br />«[[μέσα]] ἐν κύβοις ἢ ὁδὸς ὡς Ῥεύθων»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τροχαῖος [[σημαντός]]»<br />([[κατά]] τον <b>Αριστείδ.</b> Κ.) «ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετρασή μου ἄρσεως ∪∪ - -» <br />β) «τροχαῖος «[[σφήν]]» — [[είδος]] βασανιστικού οργάνου (<b>Ιώσ.</b>)<br />γ) «τροχαῖος [[νόμος]]» — [[μελωδία]] σε τροχαϊκό ρυθμό η οποία επινοήθηκε από τον Τέρπανδρο (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Greek Monolingual

-α, -ο / τροχαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ο τροχαίος
(ενν. πους) i) μετρικός πόδας της αρχαιότητας που αποτελείται από μία μακρά συλλαβή, τη θέση, και μία βραχεία, την άρση, -∪
ii) (στη νεώτερη ποίηση) μετρικός πόδας που σύγκειται από δύο συλλαβές, μία τονισμένη και μία άτονη
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τροχοφόρα και στην κίνηση τους (α. «τροχαία κίνηση» — η κυκλοφορία κάθε είδους τροχοφόρων οχημάτων
β. «τροχαίο υλικό» — το σύνολο τών σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών οχημάτων μαζί με τα ανταλλακτικά τους)
2. το θηλ. ως ουσ. η Τροχαία
υπηρεσία της Αστυνομίας που ρυθμίζει και εποπτεύει την ομαλή κυκλοφορία τών τροχοφόρων και τών πεζών και ελέγχει τη σωστή τήρηση τών κανόνων οδικής κυκλοφορίας
αρχ.
1. αυτός που πηγαίνει τρέχοντας, ταχύς
2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. α) είδος γοργού ρυθμού
β) ο τρίβραχυς
γ) μουσ. (για ρυθμική αγωγή) γρήγορος, γοργός («οἱ σαλπιγκταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες», Δίων Κάσσ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) τροχαῖα
«μέσα ἐν κύβοις ἢ ὁδὸς ὡς Ῥεύθων»
4. φρ. α) «τροχαῖος σημαντός»
(κατά τον Αριστείδ. Κ.) «ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετρασή μου ἄρσεως ∪∪ - -»
β) «τροχαῖος «σφήν» — είδος βασανιστικού οργάνου (Ιώσ.)
γ) «τροχαῖος νόμος» — μελωδία σε τροχαϊκό ρυθμό η οποία επινοήθηκε από τον Τέρπανδρο (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -αῖος].