ἐπιτιμητής: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitimitis | |Transliteration C=epitimitis | ||
|Beta Code=e)pitimhth/s | |Beta Code=e)pitimhth/s | ||
|Definition=ἐπιτιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[estimator]], [[valuer]], Antipho 5.32, ''IG''12.75, 22.1176, 11(2).287''A''87 (iii B.C.), al.; [[ἔργων]] [[appraiser]], [[overseer]] (i.e. Zeus), A.''Pr.''77.<br><span class="bld">II</span> [[punisher]], [[chastiser]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. ''Fr.''533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.''Supp.''255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''240a. | |Definition=ἐπιτιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[estimator]], [[valuer]], Antipho 5.32, ''IG''12.75, 22.1176, 11(2).287''A''87 (iii B.C.), al.; [[ἔργων]] [[appraiser]], [[overseer]] (i.e. Zeus), [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''77.<br><span class="bld">II</span> [[punisher]], [[chastiser]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. ''Fr.''533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.''Supp.''255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''240a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:15, 7 February 2024
English (LSJ)
ἐπιτιμητοῦ, ὁ,
A estimator, valuer, Antipho 5.32, IG12.75, 22.1176, 11(2).287A87 (iii B.C.), al.; ἔργων appraiser, overseer (i.e. Zeus), A.Pr.77.
II punisher, chastiser, κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. Fr.533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.Supp.255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας Pl.Phdr.240a.
German (Pape)
[Seite 994] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui blâme, censeur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῑμητής: οῦ ὁ
1 порицатель (τῆς ὁμιλίας Plat.);
2 каратель (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ ὁρίζων τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, τιμωρός, κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.
Greek Monolingual
ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῦν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, τιμωρός, επικριτής, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ἐπιτῑμητής, οῦ, [from ἐπιτιμάω
a chastiser, censurer, Aesch., Eur.