ἡλιοστιβής: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliostivis | |Transliteration C=iliostivis | ||
|Beta Code=*(hliostibh/s | |Beta Code=*(hliostibh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡλιοστιβές, [[sun-trodden]], ἀντολαί [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''791. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />parcouru, <i>càd</i> éclairé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[στείβω]]. | |btext=ής, ές :<br />parcouru, <i>càd</i> éclairé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[στείβω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡλιοστῐβής:''' проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] ἡλίου στίβει). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡλιοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που πατιέται από το [[άρμα]] του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιοφώτιστος]] ( | |mltxt=[[ἡλιοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που πατιέται από το [[άρμα]] του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιοφώτιστος]] («ἡλιοστιβεῖς ἀνατολαί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- της ρίζας <i>στειβ</i>- ([[πρβλ]]. [[πεδοστιβής]], [[χθονοστιβής]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡλιοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο [[ήλιος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἡλιοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο [[ήλιος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἡλιο-στῐβής, ές [[στείβω]]<br />sun-[[trodden]], Aesch. | |mdlsjtxt=ἡλιο-στῐβής, ές [[στείβω]]<br />sun-[[trodden]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 7 February 2024
English (LSJ)
ἡλιοστιβές, sun-trodden, ἀντολαί A.Pr.791.
German (Pape)
[Seite 1163] ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
parcouru, càd éclairé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, στείβω.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοστῐβής: проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - v.l. ἡλίου στίβει).
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοστῐβής: -ές, πατούμενος, διατρεχόμενος, φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντολαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 791.
Greek Monolingual
ἡλιοστιβής, -ές (Α)
αυτός που πατιέται από το άρμα του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῖς ἀνατολαί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- της ρίζας στειβ- (πρβλ. πεδοστιβής, χθονοστιβής)].
Greek Monotonic
ἡλιοστῐβής: -ές (στείβω), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο ήλιος, σε Αισχύλ.