ᾠδικός: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odikos | |Transliteration C=odikos | ||
|Beta Code=w)|diko/s | |Beta Code=w)|diko/s | ||
|Definition=ᾠδική, ᾠδικόν, [[musical]], as [[substantive]], [[musician]], Ar.''Fr.''8D., Arist.''EE'' 1238a36, etc.; opp. [[ῥητορικός]], Plu.2.622a; opp. [[ὀρχηστικός]], Theopomp.Hist.111 (a); of animals, opp. [[ἄνῳδος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488a34; ᾠδικώτερος κύκνων Luc.''Tim.''47, cf. ''DMar.''1.5 (Comp.), ''Electr.''4; ὄρνιθες τῶν ᾠδικῶν Ael.''VH''14.30. Adv. [[ᾠδικῶς]] Ar.''V.''1239, Pl.Com.8D.: Comp. ᾠδικώτερον Luc.''Sat.''4. | |Definition=ᾠδική, ᾠδικόν, [[musical]], as [[substantive]], [[musician]], Ar.''Fr.''8D., Arist.''EE'' 1238a36, etc.; opp. [[ῥητορικός]], Plu.2.622a; opp. [[ὀρχηστικός]], Theopomp.Hist.111 (a); of animals, opp. [[ἄνῳδος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488a34; ᾠδικώτερος κύκνων Luc.''Tim.''47, cf. ''DMar.''1.5 (Comp.), ''Electr.''4; ὄρνιθες τῶν ᾠδικῶν Ael.''VH''14.30. Adv. [[ᾠδικῶς]] = [[in lyric verses]], [[in sung verses]] Ar.''V.''1239, Pl.Com.8D.: Comp. ᾠδικώτερον Luc.''Sat.''4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1407.png Seite 1407]] zum Gesange, zum Singen gehörig, geneigt; Arist. eth. eud. 7, 2; ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. Tim. 47, u. A.; der Sänger, wie Amphion und Arion, Clem. Al. adm. ad gent. 1. – Adv. ᾠδικῶς, Ar. Vesp. 1240. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1407.png Seite 1407]] zum Gesange, zum Singen gehörig, geneigt; Arist. eth. eud. 7, 2; ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. Tim. 47, u. A.; der Sänger, wie Amphion und Arion, Clem. Al. adm. ad gent. 1. – Adv. [[ᾠδικῶς]], Ar. Vesp. 1240. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ᾠδικός:''' -ή, -όν, αυτός που υπεραγαπά το [[τραγούδι]], [[φωνητικός]], [[μουσικός]], σε Λουκ.· επίρρ. | |lsmtext='''ᾠδικός:''' -ή, -όν, αυτός που υπεραγαπά το [[τραγούδι]], [[φωνητικός]], [[μουσικός]], σε Λουκ.· επίρρ. [[ᾠδικῶς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ᾠδικός]], ή, όν<br />[[fond]] of [[singing]], [[vocal]], [[musical]], Luc. adv. -κῶς, Ar. | |mdlsjtxt=[[ᾠδικός]], ή, όν<br />[[fond]] of [[singing]], [[vocal]], [[musical]], Luc. adv. -κῶς, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 9 February 2024
English (LSJ)
ᾠδική, ᾠδικόν, musical, as substantive, musician, Ar.Fr.8D., Arist.EE 1238a36, etc.; opp. ῥητορικός, Plu.2.622a; opp. ὀρχηστικός, Theopomp.Hist.111 (a); of animals, opp. ἄνῳδος, Arist.HA488a34; ᾠδικώτερος κύκνων Luc.Tim.47, cf. DMar.1.5 (Comp.), Electr.4; ὄρνιθες τῶν ᾠδικῶν Ael.VH14.30. Adv. ᾠδικῶς = in lyric verses, in sung verses Ar.V.1239, Pl.Com.8D.: Comp. ᾠδικώτερον Luc.Sat.4.
German (Pape)
[Seite 1407] zum Gesange, zum Singen gehörig, geneigt; Arist. eth. eud. 7, 2; ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. Tim. 47, u. A.; der Sänger, wie Amphion und Arion, Clem. Al. adm. ad gent. 1. – Adv. ᾠδικῶς, Ar. Vesp. 1240.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre ou apte à chanter;
2 habile à chanter;
Cp. ᾠδικώτερος, Sp. ᾠδικώτατος.
Étymologie: ᾠδή.
Russian (Dvoretsky)
ᾠδικός:
1 сведущий в музыке, музыкальный (ὁ μὲν φιλῳδός, ὁ δ᾽ ᾠ. Arst.);
2 прекрасно поющий: ᾠδικώτερος τῶν κύκνων Luc. поющий лучше, чем (умирающие) лебеди;
3 умеющий петь, певчий (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ᾠδικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν τὴν ᾠδήν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ᾄδειν, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2, 41. Λουκ. κλπ.· ἀντίθετον τῷ ῥητορικός, Πλούτ. 2. 622Α· τῷ ὀρχηστικός, Ἀθήν. 531C· ἐπὶ ζῴων, ἀντίθετον τῷ ἄνῳδος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 1, 29· ᾠδικώτερος κύκνων Λουκ. Τίμ. 47· ὄρνιθες τῶν ᾠδικῶν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 30. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Σφ. 1240· Συγκρ. -ώτερον, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόνον 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ᾠδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ᾠδή
ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική
α) η τέχνη του τραγουδιού
β) το μάθημα της φωνητικής μουσικής
2. φρ. «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική φωνή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ᾠδικός
ο μουσικός.
επίρρ...
ωδικώς /ᾠδικῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο ωδικό.
Greek Monotonic
ᾠδικός: -ή, -όν, αυτός που υπεραγαπά το τραγούδι, φωνητικός, μουσικός, σε Λουκ.· επίρρ. ᾠδικῶς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ᾠδικός, ή, όν
fond of singing, vocal, musical, Luc. adv. -κῶς, Ar.