famoso: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(2)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[δημολάλητος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἀρίζηλος]], [[διαβόητος]], [[δόκιμος]], [[διάδηλος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀρίσημος]], [[ἀγαυνός]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀξιοφανής]], [[διαθρύλλητος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἐμφανής]], [[ἀμφιβόητος]], [[δακτυλόδεικτος]]
|sltx=[[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγακλυτός]], [[ἀγαυνός]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀμφιβῶτις]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀξιοφανής]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀρίγνωτος]], [[ἀριδείκετος]], [[ἀρίδηλος]], [[ἀρίζηλος]], [[ἀρίσημος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[δακτυλόδεικτος]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διάδηλος]], [[διαθρύλλητος]], [[διαπρεπής]], [[διαφανής]], [[δόκιμος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐξάκουστος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόατος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περιθρύλητος]], [[περίθρυλος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσαμος]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]], [[φημιστός]]
}}
}}

Latest revision as of 17:11, 9 February 2024

Spanish > Greek

ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, δακτυλόδεικτος, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαπρεπής, διαφανής, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός