λόγιμος

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόγιμος Medium diacritics: λόγιμος Low diacritics: λόγιμος Capitals: ΛΟΓΙΜΟΣ
Transliteration A: lógimos Transliteration B: logimos Transliteration C: logimos Beta Code: lo/gimos

English (LSJ)

λογίμη, λόγιμον Hdt.2.98, also λόγιμος, λόγιμον Id.6.106: (λέγω B):—worth mention, notable, famous, πόλις Il.cc.; πόλισμα, ἔθνος, ἀνήρ, Id.1.143, 171,9.64; λ. ἐς τὰ πρῶτα Id.9.16; λογιμώτατος ib.37; as epithet of temples in Egypt, ἱερὸν λόγιμον PTeb.302.4 (i A.D.), etc. (ἐλλόγιμος is more freq.).

German (Pape)

[Seite 56] gew. 2 Endgn, der Rede wert, angesehen, berühmt; Her. oft von Menschen u. Städten, ἀνήρ, 9, 64, πόλισμα, 1, 143, ἐς τὰ πρῶτα, 9, 116, λογιμώτατον ἔθνος, 1, 171 u. sonst. Gebräuchlicher ist ἐλλόγιμος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
digne de mention, notable, remarquable;
Sp. λογιμώτατος.
Étymologie: λόγος.

Russian (Dvoretsky)

λόγῐμος: и 2 заслуживающий упоминания, значительный, тж. замечательный, влиятельный (ἀνήρ, ἔθνος, πόλισμα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

λόγιμος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (λόγος) ἄξιος λόγου, ἀξιόλογος, περίφημος, πόλισμα, ἔθνος, ἀνήρ, κτλ., Ἡρόδ. 1. 143, 171, κτλ.· λ. ἐς τὰ πρῶτα 9. 116· λογιμώτατος 9. 37· - ἀλλὰ συνηθέστερον εἶναι τὸ ἐλλόγιμος. - Ἴδε Κόντου Σχόλ. ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Β΄, σ. 403.

Greek Monolingual

λόγιμος, -η, -ον, θηλ. και -ος (AM)
αξιόλογος, περίφημος, εκλεκτόςπόλισμα λόγιμον», Ηρόδ.)
μσν.
μορφωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. -ιμος(πρβλ. δόκιμος, ωφέλιμος)].

Greek Monotonic

λόγιμος: -η, -ον και λόγιμος, -ον (λόγος), άξιος λόγου, αξιόλογος, περίφημος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λόγιμος, η, ον λόγος
worth mention, notable, remarkable, famous, Hdt.

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах