μεγαλήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalitor
|Transliteration C=megalitor
|Beta Code=megalh/twr
|Beta Code=megalh/twr
|Definition=-ορος, ὁ, ἡ, ([[ἦτορ]]) [[great-hearted]], Πάτροκλος Il.16.257; Κύκλωψ Od.10.200, cf. D.P.658, etc.: in Hom. always with pr. ns., exc. in phrase μεγαλήτορα θυμόν Il.9.629, Od.9.500, al.; μεγαλήτορες ὀργαί Pi.''I.''5(4).34.
|Definition=-ορος, ὁ, ἡ, ([[ἦτορ]]) [[great-hearted]], [[Πάτροκλος]] Il.16.257; Κύκλωψ Od.10.200, cf. D.P.658, etc.: in Hom. always with pr. ns., exc. in phrase μεγαλήτορα θυμόν Il.9.629, Od.9.500, al.; μεγαλήτορες ὀργαί Pi.''I.''5(4).34.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλήτωρ:''' ορος adj. мужественный, отважный ([[Πάτροκλος]], [[Ἐτεόκρητες]], [[θυμός]] Hom.).
|elrutext='''μεγᾰλήτωρ:''' ορος adj. [[мужественный]], [[отважный]] ([[Πάτροκλος]], [[Ἐτεόκρητες]], [[θυμός]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ ([[ἦτορ]]) [[μεγαλόψυχος]], μεγαλόκαρδος, [[μεγάθυμος]], ἐπίθ. γενναίων ἀνδρῶν καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Κ. 200· ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ πρὸς κύρια ὀνόματα πλὴν ἐν τῇ φράσει μεγαλήτορα θυμὸν Ἰλ. Ι. 629, Ὀδ. Ι. 500, κ. ἀλλ.: οὕτω, μεγαλήτορες ὀργαὶ Πινδ. Ι. 5 (4), 44.
|lstext='''μεγᾰλήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ ([[ἦτορ]]) [[μεγαλόψυχος]], [[μεγαλόκαρδος]], [[μεγάθυμος]], ἐπίθ. γενναίων ἀνδρῶν καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Κ. 200· ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ πρὸς κύρια ὀνόματα πλὴν ἐν τῇ φράσει μεγαλήτορα θυμὸν Ἰλ. Ι. 629, Ὀδ. Ι. 500, κ. ἀλλ.: οὕτω, μεγαλήτορες ὀργαὶ Πινδ. Ι. 5 (4), 44.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἦτορ]]): [[great]]-hearted, [[proud]].
|auten=([[ἦτορ]]): [[great-hearted]], [[proud]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 13:03, 11 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήτωρ Medium diacritics: μεγαλήτωρ Low diacritics: μεγαλήτωρ Capitals: ΜΕΓΑΛΗΤΩΡ
Transliteration A: megalḗtōr Transliteration B: megalētōr Transliteration C: megalitor Beta Code: megalh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, (ἦτορ) great-hearted, Πάτροκλος Il.16.257; Κύκλωψ Od.10.200, cf. D.P.658, etc.: in Hom. always with pr. ns., exc. in phrase μεγαλήτορα θυμόν Il.9.629, Od.9.500, al.; μεγαλήτορες ὀργαί Pi.I.5(4).34.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, großherzig, bes. von hohem Muthe; Hom. oft, von einzelnen Helden, z. B. Patroklos, Il. 16, 527, u. ganzen Völkern, Τρῶες, 21, 55 Od. 10, 200, auch θυμός, 9, 500, das muthige Herz; μεγαλήτορες ὀργαί, Pind. I. 4, 38; ἵπποι, Opp. Cyn. 4, 113, v.l. μεγαλήνορες.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 au grand cœur, au grand courage;
2 fier, orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἦτορ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλήτωρ: ορος adj. мужественный, отважный (Πάτροκλος, Ἐτεόκρητες, θυμός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ) μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγάθυμος, ἐπίθ. γενναίων ἀνδρῶν καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ὅμ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Κ. 200· ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ πρὸς κύρια ὀνόματα πλὴν ἐν τῇ φράσει μεγαλήτορα θυμὸν Ἰλ. Ι. 629, Ὀδ. Ι. 500, κ. ἀλλ.: οὕτω, μεγαλήτορες ὀργαὶ Πινδ. Ι. 5 (4), 44.

English (Autenrieth)

(ἦτορ): great-hearted, proud.

English (Slater)

μεγᾰλήτωρ great hearted ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (I. 5.34)

Greek Monolingual

μεγαλήτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (ΑM)
μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)].

Greek Monotonic

μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ), μεγαλόκαρδος, ηρωϊκός, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μεγᾰλ-ήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἦτορ
great-hearted, heroic, Hom.