φιλοσοφικός: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φιλοσοφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φιλόσοφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[φιλοσοφία]] (α. «φιλοσοφική [[θεωρία]]» β. «[[φιλοσοφικός]] [[στοχασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική [[απάθεια]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φιλοσοφική [[ανθρωπολογία]]» — η [[συστηματική]] [[μελέτη]] του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος<br />β) «φιλοσοφικό [[σύστημα]]» — <b>βλ.</b> [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοσοφικώς]] / [[φιλοσοφικῶς]], ΝΜΑ, και <i>φιλοσοφικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο φιλοσοφικό. | |mltxt=-ή, -ό / [[φιλοσοφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φιλόσοφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[φιλοσοφία]] (α. «φιλοσοφική [[θεωρία]]» β. «[[φιλοσοφικός]] [[στοχασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική [[απάθεια]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φιλοσοφική [[ανθρωπολογία]]» — η [[συστηματική]] [[μελέτη]] του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος<br />β) «φιλοσοφικό [[σύστημα]]» — <b>βλ.</b> [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοσοφικώς]] / [[φιλοσοφικῶς]], ΝΜΑ, και <i>φιλοσοφικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο φιλοσοφικό. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[philosophical]]=== | |||
Arabic: فَلْسَفِيّ; Asturian: filosóficu; Belarusian: філасофскі; Catalan: filosòfic; Czech: filozofický; Danish: filosofisk; Dutch: [[wijsgerig]], [[filosofisch]]; Esperanto: filozofia; Finnish: filosofinen; Galician: filosófico; German: [[philosophisch]]; Greek: [[φιλοσοφικός]]; Ancient Greek: [[φιλόσοφος]], [[φιλοσοφικός]]; Hungarian: filozófiai; Interlingua: philosophic; Italian: [[filosofico]]; Kazakh: философиялық, пәлсапалық; Latvian: filozofisks; Macedonian: философски, филозофски; Norwegian Bokmål: filosofisk; Nynorsk: filosofisk; Occitan: filosofic; Old English: ūþwitlīċ; Polish: filozoficzny; Portuguese: [[filosófico]]; Romanian: filozofic; Russian: [[философский]]; Spanish: [[filosófico]]; Swedish: filosofisk; Tagalog: batnayanin, batnayin; Ukrainian: філософський, філософі́чний; Volapük: filosopik | |||
}} | }} |
Revision as of 15:58, 11 February 2024
English (LSJ)
φιλοσοφική, φιλοσοφικόν, philosophical, concerned with φιλοσοφία, λόγοι Artem.5.83.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φιλοσοφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φιλόσοφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός»)
νεοελλ.
1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια»)
2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» — η συστηματική μελέτη του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος
β) «φιλοσοφικό σύστημα» — βλ. σύστημα.
επίρρ...
φιλοσοφικώς / φιλοσοφικῶς, ΝΜΑ, και φιλοσοφικά Ν
κατά τρόπο φιλοσοφικό.
Translations
philosophical
Arabic: فَلْسَفِيّ; Asturian: filosóficu; Belarusian: філасофскі; Catalan: filosòfic; Czech: filozofický; Danish: filosofisk; Dutch: wijsgerig, filosofisch; Esperanto: filozofia; Finnish: filosofinen; Galician: filosófico; German: philosophisch; Greek: φιλοσοφικός; Ancient Greek: φιλόσοφος, φιλοσοφικός; Hungarian: filozófiai; Interlingua: philosophic; Italian: filosofico; Kazakh: философиялық, пәлсапалық; Latvian: filozofisks; Macedonian: философски, филозофски; Norwegian Bokmål: filosofisk; Nynorsk: filosofisk; Occitan: filosofic; Old English: ūþwitlīċ; Polish: filozoficzny; Portuguese: filosófico; Romanian: filozofic; Russian: философский; Spanish: filosófico; Swedish: filosofisk; Tagalog: batnayanin, batnayin; Ukrainian: філософський, філософі́чний; Volapük: filosopik