ἐξάρθρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρωμα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[μετατόπιση]] οστών που συνδέονται με [[άρθρωση]], το [[βγάλσιμο]] από την [[κλείδωση]].
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρωμα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[μετατόπιση]] οστών που συνδέονται με [[άρθρωση]], το [[βγάλσιμο]] από την [[κλείδωση]].
}}
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[ἀνάθλασις]], [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διασπασμός]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}

Revision as of 22:19, 13 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρωμα Medium diacritics: ἐξάρθρωμα Low diacritics: εξάρθρωμα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΩΜΑ
Transliteration A: exárthrōma Transliteration B: exarthrōma Transliteration C: eksarthroma Beta Code: e)ca/rqrwma

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἐξάρθρημα (dislocation).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.in Hp.Fract.53.25, cf. ἐξάρθρημα.

German (Pape)

[Seite 872] τό, das Ausgerenkte, Verrenkung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρωμα: τό, -θρωσις, ἡ, = ἐξάρθρημα, -θρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρωμα) εξαρθρώ
μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, το βγάλσιμο από την κλείδωση.

Translations