παράρθρησις: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "διαναγκασμός, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία...) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pararthrisis | |Transliteration C=pararthrisis | ||
|Beta Code=para/rqrhsis | |Beta Code=para/rqrhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[dislocation]], Plu.''Comp.Cim.Luc.''2; [[subluxation]], Gal.6.870. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[légère luxation]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράρθρησις -εως, ἡ [παραρθρέω] [[ontwrichting]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράρθρησις:''' εως ἡ [[вывих]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράρθρησις''': ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, [[ὥσπερ]] οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, [[καίπερ]] εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2. | |lstext='''παράρθρησις''': ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, [[ὥσπερ]] οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, [[καίπερ]] εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραρθρώ]]<br /><b>1.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> μερική [[εξάρθρωση]], [[παράρθρημα]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραρθρώ]]<br /><b>1.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> μερική [[εξάρθρωση]], [[παράρθρημα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[dislocation]]=== | ||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 14 February 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2; subluxation, Gal.6.870.
German (Pape)
[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράρθρησις -εως, ἡ [παραρθρέω] ontwrichting.
Russian (Dvoretsky)
παράρθρησις: εως ἡ вывих Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παραρθρώ
1. εξάρθρωση
2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang