ἀνάπλευσις: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "διαναγκασμός, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία...) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 18: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπλευσις''': -εως, ἡ, μόνον μεταφ., [[σῆψις]] καὶ [[κατάτριψις]] τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα [[σφόδρα]] [[κίνδυνος]] εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. [[ἀναπλέω]] ΙΙΙ. | |lstext='''ἀνάπλευσις''': -εως, ἡ, μόνον μεταφ., [[σῆψις]] καὶ [[κατάτριψις]] τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα [[σφόδρα]] [[κίνδυνος]] εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. [[ἀναπλέω]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dislocation]]=== | |||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 14 February 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A separation, splitting off, ὀστέου Hp.Coac. 234.
II mounting, rising, of food in vomiting, Archig. ap. Orib. 8.1.20.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 náusea μὴ ἀθρόως ἀφέλκειν τοὺς δακτύλους πρὸς τὴν πρώτην ἀνάπλευσιν Archig. en Orib.8.1.20.
2 fisura ὀστέου Hp.Coac.234, ὀστέων Crit.Hist. en Gal.13.794.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, die Fahrt stroman, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλευσις: -εως, ἡ, μόνον μεταφ., σῆψις καὶ κατάτριψις τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα σφόδρα κίνδυνος εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. ἀναπλέω ΙΙΙ.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang