πολυβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(4)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyvafis
|Transliteration C=polyvafis
|Beta Code=polubafh/s
|Beta Code=polubafh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">much-dipped</b>, of drowned men, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>275</span> (lyr.), but v. [[ἁλιβαφής]].</span>
|Definition=πολυβαφές, [[much-dipped]], of drowned men, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''275 (lyr.), but v. [[ἁλιβαφής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές, vielfach untergetaucht, [[ἁλίδονα]] σώματα, Aesch. Pers. 275.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές, vielfach untergetaucht, [[ἁλίδονα]] σώματα, Aesch. Pers. 275.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[plusieurs fois submergé]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυβαφής:''' [[глубоко погрузившийся]] (в море), затонувший (σώματα, [[varia lectio|v.l.]] μέλεα Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυβᾰφής''': -ές, ὁ [[πολλάκις]] βυθισθεὶς εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε [[ἁλιβαφής]].
|lstext='''πολυβᾰφής''': -ές, ὁ [[πολλάκις]] βυθισθεὶς εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε [[ἁλιβαφής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />plusieurs fois submergé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο [[νερό]] («[[φίλων]] ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] «[[βυθίζω]], [[βουτώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αλι</i>-<i>βαφής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο [[νερό]] («[[φίλων]] ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] «[[βυθίζω]], [[βουτώ]]»), [[πρβλ]]. [[αλιβαφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο [[νερό]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολυβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο [[νερό]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''πολυβαφής:''' глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v. l. μέλεα Aesch.).
|mdlsjtxt=πολυ-βᾰφής, ές [[βάπτω]]<br />[[much]]-dipped, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβᾰφής Medium diacritics: πολυβαφής Low diacritics: πολυβαφής Capitals: ΠΟΛΥΒΑΦΗΣ
Transliteration A: polybaphḗs Transliteration B: polybaphēs Transliteration C: polyvafis Beta Code: polubafh/s

English (LSJ)

πολυβαφές, much-dipped, of drowned men, A.Pers.275 (lyr.), but v. ἁλιβαφής.

German (Pape)

[Seite 660] ές, vielfach untergetaucht, ἁλίδονα σώματα, Aesch. Pers. 275.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plusieurs fois submergé.
Étymologie: πολύς, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

πολυβαφής: глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v.l. μέλεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυβᾰφής: -ές, ὁ πολλάκις βυθισθεὶς εἰς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε ἁλιβαφής.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερόφίλων ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαφής (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αλιβαφής].

Greek Monotonic

πολυβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πολυ-βᾰφής, ές βάπτω
much-dipped, Aesch.