inmutable: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔμπεδος]], [[αὐθάδης]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀμετάστατος]], [[ἀπαράλλακτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθιτος]], [[ἀμετάβατος]], [[ἀμετάβαλος]], [[ἀμετάφορος]], [[ἀνάλλακτος]], [[ἀπερίτρεπτος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνεξάλλακτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμετάτροπος]], [[ἀμετάβολος]], [[ἀνέγκλιτος]], [[ἀνετεροίωτος]], [[ἀμετάθετος]], [[ἄρρευστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[δυσμετάθετος]], [[ἀπαρέγκλιτος]], [[ἄκλιτος]], [[ἀμεταποίητος]] | |sltx=[[ἔμπεδος]], [[αὐθάδης]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀμετάστατος]], [[ἀμεταστάτως]], [[ἀπαράλλακτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθιτος]], [[ἀμετάβατος]], [[ἀμετάβαλος]], [[ἀμετάφορος]], [[ἀνάλλακτος]], [[ἀπερίτρεπτος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνεξάλλακτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμετάτροπος]], [[ἀμετάβολος]], [[ἀνέγκλιτος]], [[ἀνετεροίωτος]], [[ἀμετάθετος]], [[ἄρρευστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[δυσμετάθετος]], [[ἀπαρέγκλιτος]], [[ἄκλιτος]], [[ἀμεταποίητος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 19 February 2024
Spanish > Greek
ἔμπεδος, αὐθάδης, ἀτάρακτος, ἀμετάστατος, ἀμεταστάτως, ἀπαράλλακτος, ἀμετάβλητος, ἀμετακίνητος, ἄτροπος, ἄφθιτος, ἀμετάβατος, ἀμετάβαλος, ἀμετάφορος, ἀνάλλακτος, ἀπερίτρεπτος, ἀμετάγνωστος, ἀνεξάλλακτος, ἄτρεπτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμετάτροπος, ἀμετάβολος, ἀνέγκλιτος, ἀνετεροίωτος, ἀμετάθετος, ἄρρευστος, ἀκίνητος, ἀναλλοίωτος, δυσμετάθετος, ἀπαρέγκλιτος, ἄκλιτος, ἀμεταποίητος