ἀμεταποίητος
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἀμεταποίητον, indigestible, Xenocr.42.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede transformar, indigerible χυλός Xenocr.17.
2 inmutable εἰκών de Dios, Cyr.Al.M.73.52A, cf. Hsch.
3 de pers. obstinado ἀ. μενεῖτε Cyr.Al.M.71.201D.
German (Pape)
[Seite 122] unveränderlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταποίητος: -ον, ἀμετάβλητος, ὡς ἔχει, τὸν χυλὸν αὐτῶν (τῶν θαλασσ. βαλάνων) ἁπλοῦν ἀμεταποίητον «οἷον ἔχουσιν ἐν τοῖς ὀστράκοις πρὸ τοῦ ἑψηθῆναι», Ξενοκρ. σ. 8, ἔκδ. Κοραῆ, ἴδε και σημ. 115.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμεταποίητος, -ον) μεταποιῶ
νεοελλ.
(για ενδύματα κ.λπ.) αυτός που δεν μεταποιήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταποιηθεί, να αλλάξει μορφή, σχέδιο
αρχ.
1. αυτός που δεν μετέβαλε σύσταση, ο αναλλοίωτος
2. δύσπεπτος, δυσκολοχώνευτος.