ἑλειοβάτης: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(1ab) |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἑλειοβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ἑλειοβάτης | |Medium diacritics=ἑλειοβάτης | ||
|Low diacritics=ελειοβάτης | |Low diacritics=ελειοβάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eleiovatis | |Transliteration C=eleiovatis | ||
|Beta Code=e(leioba/ths | |Beta Code=e(leioba/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ἑλειοβάτου, ὁ, [[walking the marsh]], [[marsh-dwelling]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 39 (anap.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[que recorre el pantano]], [[que surca la marisma]] ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano</i> prob. del Delta del Nilo, A.<i>Pers</i>.39. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0794.png Seite 794]] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0794.png Seite 794]] ὁ, [[sumpfdurchschreitend]], [[Sumpfbewohner]], Aesch. Pers. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui fréquente les marécages]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕλειος]], [[βαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλειοβάτης:''' [[ходящий по болотам]], т. е. [[обитающий в болотных низинах]] (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλειοβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ [[πλῆθος]], «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον [[ἕλος]] οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· [[ἑλώδης]] γὰρ ἡ [[Αἴγυπτος]]» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110. | |lstext='''ἑλειοβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ [[πλῆθος]], «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον [[ἕλος]] οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· [[ἑλώδης]] γὰρ ἡ [[Αἴγυπτος]]» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλειοβάτης]] και ἑλειβάτης, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περπατάει [[μέσα]] στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου. | |mltxt=[[ἑλειοβάτης]] και ἑλειβάτης, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περπατάει [[μέσα]] στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἑλειο- | |mdlsjtxt=ἑλειο-βᾰ́της, ου, [[βαίνω]]<br />[[walking]] the [[marsh]], [[marsh]]-[[dwelling]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:06, 24 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ἑλειοβάτου, ὁ, walking the marsh, marsh-dwelling, A.Pers. 39 (anap.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
que recorre el pantano, que surca la marisma ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano prob. del Delta del Nilo, A.Pers.39.
German (Pape)
[Seite 794] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui fréquente les marécages.
Étymologie: ἕλειος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλειοβάτης: ходящий по болотам, т. е. обитающий в болотных низинах (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλειοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθος, «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.
Greek Monolingual
ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α)
1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή
2. «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.
Middle Liddell
ἑλειο-βᾰ́της, ου, βαίνω
walking the marsh, marsh-dwelling, Aesch.