χερσονησοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χερσονησοειδής''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, [[ὅμοιος]] πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ χερρονησώδης, ες, ὁ αὐτ. 683.
|lstext='''χερσονησοειδής''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, [[ὅμοιος]] πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ [[χερρονησώδης]], ες, ὁ αὐτ. 683.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και χερρονησοειδής, -ές, Α<br />όμοιος στο [[σχήμα]] με χερσόνησο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] /[[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=και [[χερρονησοειδής]], -ές, Α<br />όμοιος στο [[σχήμα]] με χερσόνησο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] /[[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />like a [[peninsula]], peninsular, of Mount [[Athos]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />like a [[peninsula]], [[peninsular]], of Mount [[Athos]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 23:11, 26 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσονησοειδής Medium diacritics: χερσονησοειδής Low diacritics: χερσονησοειδής Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chersonēsoeidḗs Transliteration B: chersonēsoeidēs Transliteration C: chersonisoeidis Beta Code: xersonhsoeidh/s

English (LSJ)

later χερρονησοειδής, ές, peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.

German (Pape)

[Seite 1351] ές, att. χεῤῥον., von der Art einer Halbinsel, ihr ähnlich; Her. 7, 22; Strab.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à une presqu'île.
Étymologie: χερσόνησος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

χερσονησοειδής: имеющий вид полуострова (τὸ οὖρος Her.).

Greek (Liddell-Scott)

χερσονησοειδής: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ χερρονησώδης, ες, ὁ αὐτ. 683.

Greek Monolingual

και χερρονησοειδής, -ές, Α
όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + -ειδής].

Greek Monotonic

χερσονησοειδής: μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ές (εἶδος), όμοιος με χερσόνησο, χερσονησοειδής, λέγεται για τη χερσόνησο του Άθω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εἶδος
like a peninsula, peninsular, of Mount Athos, Hdt.