Φαληρεύς: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. Φαληρίς, -[[ίδος]], Α<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου, [[Φαληριώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[Φαληρεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[Φάληρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[Χαλκιδεύς]]), ενώ το θηλ <i>Φαληρίς</i> με κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[Λεσβίς]])].
|mltxt=ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου, [[Φαληριώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[Φαληρεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[Φάληρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[Χαλκιδεύς]]), ενώ το θηλ <i>Φαληρίς</i> με κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[Λεσβίς]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Φᾰληρεύς:''' έως ὁ [[житель или уроженец Фалера]] Her.
|elrutext='''Φᾰληρεύς:''' έως ὁ [[житель или уроженец Фалера]] Her.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φαληρεύς Medium diacritics: Φαληρεύς Low diacritics: Φαληρεύς Capitals: ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Transliteration A: Phalēreús Transliteration B: Phalēreus Transliteration C: Falirefs Beta Code: *falhreu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, a Phalerian, Hdt. 5.63, etc.; fem. Φαληρίς, -ίδος, St.Byz.; Adj. Φαληρικός, ή, όν, Th. 2.13, Ar. Ach. 901, al.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α
ο κάτοικος του Φαλήρου, Φαληριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Λεσβίς)].

Russian (Dvoretsky)

Φᾰληρεύς: έως ὁ житель или уроженец Фалера Her.