μεριδάρχης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεριδάρχης]], ὁ (Α)<br />[[διοικητής]] επαρχίας ή διαμερίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μερίς]], - | |mltxt=[[μεριδάρχης]], ὁ (Α)<br />[[διοικητής]] επαρχίας ή διαμερίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μερίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[μεράρχης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
μεριδάρχου, ὁ, governor of a district or province, PTeb.66.60 (ii B.C.), LXX 1 Ma.10.65, J.AJ12.5.5.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung, Statthalter eines Landestheiles, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
μερῐδάρχης: -ου, ὁ, ὁ διοικητὴς ἐπαρχίας, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 65), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· - μερῐδαρχία, ἡ, τὸ ὑπούργημα αὐτοῦ, αὐτόθι 15. 7, 3.
Greek Monolingual
μεριδάρχης, ὁ (Α)
διοικητής επαρχίας ή διαμερίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερίς, -ίδος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. μεράρχης].