Λιβυστικός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Λιβυστικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[λιβυκός]] («ἐν τόποις Λιβυστικοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] μη δηλητηριώδους φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η μαύρη [[υδρία]] που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η [[λουτροφόρος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] βοτάνου, η [[λιβυστιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Λιβυστίς]], - | |mltxt=[[Λιβυστικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[λιβυκός]] («ἐν τόποις Λιβυστικοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] μη δηλητηριώδους φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η μαύρη [[υδρία]] που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η [[λουτροφόρος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] βοτάνου, η [[λιβυστιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Λιβυστίς]], -ίδος, [[κάτοικος]] της Λιβύης]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Λῐβυστικός:''' [[ливийский]] Aesch., Eur. | |elrutext='''Λῐβυστικός:''' [[ливийский]] Aesch., Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
ή, όν, v. sub Λίβυς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, plante.
Étymologie: Λιβύη.
Greek Monolingual
Λιβυστικός, -ή, -όν (Α)
1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῖς», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού
3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η λιβυστιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λιβυστίς, -ίδος, κάτοικος της Λιβύης].
Russian (Dvoretsky)
Λῐβυστικός: ливийский Aesch., Eur.