παλλακίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλλακίδιον]], τὸ (Α) [[παλλακίς]], -[[ίδος]]]<br />(υποκορ. του [[παλλακίς]]) μικρή, νεαρή [[παλλακίδα]].
|mltxt=[[παλλακίδιον]], τὸ (Α) [[παλλακίς]], -ίδος]<br />(υποκορ. του [[παλλακίς]]) μικρή, νεαρή [[παλλακίδα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλλᾰκίδιον Medium diacritics: παλλακίδιον Low diacritics: παλλακίδιον Capitals: ΠΑΛΛΑΚΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pallakídion Transliteration B: pallakidion Transliteration C: pallakidion Beta Code: pallaki/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of παλλακίς, Plu.2.789b.

German (Pape)

[Seite 452] τό, dim. von παλλακή, Plut. an seni ger. resp. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de παλλακή.

Russian (Dvoretsky)

παλλᾰκίδιον: τό молоденькая наложница Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παλλᾰκίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ παλλακίς, Πλούτ. 2. 789Β.

Greek Monolingual

παλλακίδιον, τὸ (Α) παλλακίς, -ίδος]
(υποκορ. του παλλακίς) μικρή, νεαρή παλλακίδα.

Greek Monotonic

παλλᾰκίδιον: τό, υποκορ. του παλλακίς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

παλλᾰκίδιον, ου, τό, [Dim. of παλλακίς, Plut.]