παρωτίδα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[παρωτίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br />ο μεγαλύτερος από τους σιαλογόνους αδένες, που βρίσκεται [[εμπρός]] από το [[πτερύγιο]] του αφτιού και [[πίσω]] από τον ανιόντα [[κλάδο]] του οστού της [[κάτω]] γνάθου στα δύο [[πλάγια]] του προσώπου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[λοιμώδης]] [[φλεγμονή]] της παρωτίδας, η [[παρωτίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λοβός]] του αφτιού<br /><b>2.</b> αρχιτεκτονικό [[κόσμημα]] στο [[άκρο]] του υπερθύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ωτίς]], -[[ίδος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]»), [[πρβλ]]. [[μυοσωτίς]]].
|mltxt=η / [[παρωτίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br />ο μεγαλύτερος από τους σιαλογόνους αδένες, που βρίσκεται [[εμπρός]] από το [[πτερύγιο]] του αφτιού και [[πίσω]] από τον ανιόντα [[κλάδο]] του οστού της [[κάτω]] γνάθου στα δύο [[πλάγια]] του προσώπου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[λοιμώδης]] [[φλεγμονή]] της παρωτίδας, η [[παρωτίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λοβός]] του αφτιού<br /><b>2.</b> αρχιτεκτονικό [[κόσμημα]] στο [[άκρο]] του υπερθύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ωτίς]], -ίδος (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]»), [[πρβλ]]. [[μυοσωτίς]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:12, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / παρωτίς, -ίδος, ΝΜΑ
ο μεγαλύτερος από τους σιαλογόνους αδένες, που βρίσκεται εμπρός από το πτερύγιο του αφτιού και πίσω από τον ανιόντα κλάδο του οστού της κάτω γνάθου στα δύο πλάγια του προσώπου
μσν.-αρχ.
λοιμώδης φλεγμονή της παρωτίδας, η παρωτίτιδα
αρχ.
1. ο λοβός του αφτιού
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα στο άκρο του υπερθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωτίς, -ίδος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. μυοσωτίς].