Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τιθυμαλλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και πιθ. τ. σε κώδ. [[τιθυμαλίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] είδους θαλάσσιου φυτού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τιθυμαλὶς [[μυρσινίτης]]» — ο [[τιθύμαλλος]] [[θῆλυς]] (Αφρικαν. Κεστ.)<br />β) «τιθυμαλλὶς [[χαρακίτης]]» — ο [[τιθύμαλλος]] [[ἄρρην]] (Αφρικαν. Κεστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιθύμαλλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]].
|mltxt=και πιθ. τ. σε κώδ. [[τιθυμαλίς]], -ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] είδους θαλάσσιου φυτού<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τιθυμαλὶς [[μυρσινίτης]]» — ο [[τιθύμαλλος]] [[θῆλυς]] (Αφρικαν. Κεστ.)<br />β) «τιθυμαλλὶς [[χαρακίτης]]» — ο [[τιθύμαλλος]] [[ἄρρην]] (Αφρικαν. Κεστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιθύμαλλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος].
}}
}}

Latest revision as of 14:18, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθῠμαλλίς Medium diacritics: τιθυμαλλίς Low diacritics: τιθυμαλλίς Capitals: ΤΙΘΥΜΑΛΛΙΣ
Transliteration A: tithymallís Transliteration B: tithymallis Transliteration C: tithymallis Beta Code: tiqumalli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28.
2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.).
3 τιθυμαλὶς (sic) μυρσινίτης, = τιθύμαλλος θῆλυς, Afric.Cest.p.69 V.; τ. χαρακίτης, = τιθύμαλλος ἄρρην, ib.p.81 V.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού
2. είδος φυτού
3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» — ο τιθύμαλλος θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.)
β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» — ο τιθύμαλλος ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθύμαλλος + επίθημα -ίς, -ίδος].