ἀκανθίς: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκανθὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[καρδερίνα]] (Carduelis carduelis)<br /><b>2.</b> [[φυτό]], που ονομαζόταν από τους αρχαίους και [[ἠριγέρων]] ονομασίες του φυτού Σενέκιο (<b>Καλλ.</b> [[παρά]] Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)<br /><b>3.</b> στον <b>Γαλ.</b> 17, 666 βρίσκεται με τη [[σημασία]] της λέξεως «[[κανθός]]».
|mltxt=ἀκανθὶς (-ίδος), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[καρδερίνα]] (Carduelis carduelis)<br /><b>2.</b> [[φυτό]], που ονομαζόταν από τους αρχαίους και [[ἠριγέρων]] ονομασίες του φυτού Σενέκιο (<b>Καλλ.</b> [[παρά]] Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)<br /><b>3.</b> στον <b>Γαλ.</b> 17, 666 βρίσκεται με τη [[σημασία]] της λέξεως «[[κανθός]]».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκανθίς:''' -[[ίδος]], ἡ, είδος πτηνού, [[καρδερίνα]], σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. επίθ., [[ακανθώδης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκανθίς:''' -ίδος, ἡ, είδος πτηνού, [[καρδερίνα]], σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. επίθ., [[ακανθώδης]], σε Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθίς Medium diacritics: ἀκανθίς Low diacritics: ακανθίς Capitals: ΑΚΑΝΘΙΣ
Transliteration A: akanthís Transliteration B: akanthis Transliteration C: akanthis Beta Code: a)kanqi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, a bird,
A goldfinch, Fringilla carduelis, or linnet, Fr. linaria, Arist.HA616b31, Theoc.7.141.
II = ἠριγέρων, Call. ap. Plin.HN25.168: = ἄκανθα Ἀραβική, Ps.-Dsc.3.13: = ἀκάνθιον, ib.16.
III = κανθός, Gal.17(1).666.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I bot.
1 hierba cana, Senecio vulgaris L., Call.Fr.585.
2 cardo borriquero, Onopordon illyricum o Onopordon acanthium Ps.Dsc.3.16, PMag.12.424.
3 otro n. de ἄκανθα Ἀραβική cardo arábigo, Notobasis syriaca (L.) Cass., Ps.Dsc.3.13.
II orn. jilguero, Carduelis carduelis (L.) o Carduelis lúgano, Carduelis spinus (L.), Arist.HA 616b31, Theoc.7.141, AP 5.292 (Agath.), Plin.HN 10.175, 205
si uincat acanthida cornix Calp.B.6.7.

German (Pape)

[Seite 68] ίδος, ἡ, Distelsinke, Stieglitz, Arist. H. A. 8, 5; Theocr. 7, 141; Agath. 25 (V, 292).

French (Bailly abrégé)

ίδος
I. adj. f. épineuse;
II. subst.ἀκανθίς :
1 chardonneret, oiseau;
2 séneçon, plante.
Étymologie: ἄκανθα.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθίς: ίδος adj. f покрытый шипами, колючий (χαλκίς Anth.).
ίδος ἡ щегленок Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πτηνοῦ, ἡ καρδερῖνα, fringilla carduelis ἢ fring. linaria, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17. 2, Θεόκρ. 7. 141. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ senecio, Καλλ. παρὰ Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 106. ΙΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ., ἀκανθώδης, Ἀνθ. Π. 6. 304.

Greek Monolingual

ἀκανθὶς (-ίδος), η (Α)
1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis)
2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες του φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)
3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη σημασία της λέξεως «κανθός».

Greek Monotonic

ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, είδος πτηνού, καρδερίνα, σε Αριστ., Θεόκρ.
II. ως θηλ. επίθ., ακανθώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell


I. a bird, the goldfinch, or the linnet, Arist., Theocr.
II. as fem. adj. prickly, Anth.

Léxico de magia

ἡ bot. cardo oculto bajo un nombre secreto αἷμα ἀπ' ὤμου· ἀ. sangre del hombro es cardo P XII 422