χάλκασπις: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
(46) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkaspis | |Transliteration C=chalkaspis | ||
|Beta Code=xa/lkaspis | |Beta Code=xa/lkaspis | ||
|Definition=ιδος, ὁ, ἡ, < | |Definition=ιδος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with brazen shield]], of warriors, Pi.''O.''9.54, B.10.62, Ibyc.3.31 Diehl, E.''HF''795 (lyr.); [[epithet]] of Ares, Pi.''I.''7(6).25, E.''IA''764 (lyr.); of Heracles, S.''Ph.''727.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἱ χ.</b>, a corps in the Maced. army, Plb.2.66.5, al., Plu.''Sull.''16.<br><span class="bld">III</span> of [[one who ran the armed foot-race]] ([[ὁπλιτοδρόμος]]), Pi.''P.''9.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1329.png Seite 1329]] ιδος, mit ehernem Schilde; [[Ἄρης]] Pind. I. 6, 25; πρόγονοι Ol. 9, 58, vgl. P. 9, 1 u. Eur. I. A. 764; [[ἀνήρ]] Soph. Phil. 716, Herakles; auch in Prosa, Pol. 2, 66, 5. 4, 67, 6 Plut. Aem. Paull. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1329.png Seite 1329]] ιδος, mit ehernem Schilde; [[Ἄρης]] Pind. I. 6, 25; πρόγονοι Ol. 9, 58, vgl. P. 9, 1 u. Eur. I. A. 764; [[ἀνήρ]] Soph. Phil. 716, Herakles; auch in Prosa, Pol. 2, 66, 5. 4, 67, 6 Plut. Aem. Paull. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />au bouclier d'airain ; οἱ Χαλκάσπιδες, les Khalkaspides, corps de troupes macédonien.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[ἀσπίς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χάλκασπις:''' ιδος adj. вооруженный медным (бронзовым) щитом ([[Ἄρης]] Pind., Eur.; [[ἀνήρ]] Soph.): οἱ χαλκάσπιδες Polyb., Plut. вооруженные бронзовыми щитами (род войск в Македонии). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάλκασπις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χαλκῆν ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Πινδ. Ο. 9. 80, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 795· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεος, Πινδ. Ι. 7. (6). 35, Εὐρ. Ι. Α. 764· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Φιλ. 726· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5115. ΙΙ. οἱ χαλκάσπιδες, σῶμά τι ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, Ἀθήν. 194D. ΙΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἀγωνιζομένου εἰς τὸν ἔνοπλον ἀγῶνα δρόμου ([[ὁπλιτοδρόμος]]) Πινδ. Π. 9. 1. | |lstext='''χάλκασπις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χαλκῆν ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Πινδ. Ο. 9. 80, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 795· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεος, Πινδ. Ι. 7. (6). 35, Εὐρ. Ι. Α. 764· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Φιλ. 726· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5115. ΙΙ. οἱ χαλκάσπιδες, σῶμά τι ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, Ἀθήν. 194D. ΙΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἀγωνιζομένου εἰς τὸν ἔνοπλον ἀγῶνα δρόμου ([[ὁπλιτοδρόμος]]) Πινδ. Π. 9. 1. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>χάλκασπῐς | |sltr=<b>χάλκασπῐς</b> [[with]] [[bronze]] [[shield]] χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (of the Opuntians) (O. 9.54) χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν Τελεσικράτη (in the [[hoplite]] [[race]]) (P. 9.1) [[χάλκασπις]] [[Ἄρης]] (I. 7.25) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άσπιδος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινη [[ασπίδα]] («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[αθλητής]] που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ χαλκάσπιδες</i><br />[[σώμα]] του μακεδονικού στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ασπις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ | |mltxt=-άσπιδος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινη [[ασπίδα]] («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[αθλητής]] που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ χαλκάσπιδες</i><br />[[σώμα]] του μακεδονικού στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ασπις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -ίδος), ([[πρβλ]]. [[χρύσασπις]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χάλκασπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινη [[ασπίδα]], σε Πίνδ., Σοφ.· λέγεται για κάποιον που τρέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου, σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χάλκ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,<br />with brasen [[shield]], Pind., Soph.:—of one who ran the [[armed]] footrace, Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A with brazen shield, of warriors, Pi.O.9.54, B.10.62, Ibyc.3.31 Diehl, E.HF795 (lyr.); epithet of Ares, Pi.I.7(6).25, E.IA764 (lyr.); of Heracles, S.Ph.727.
II οἱ χ., a corps in the Maced. army, Plb.2.66.5, al., Plu.Sull.16.
III of one who ran the armed foot-race (ὁπλιτοδρόμος), Pi.P.9.1.
German (Pape)
[Seite 1329] ιδος, mit ehernem Schilde; Ἄρης Pind. I. 6, 25; πρόγονοι Ol. 9, 58, vgl. P. 9, 1 u. Eur. I. A. 764; ἀνήρ Soph. Phil. 716, Herakles; auch in Prosa, Pol. 2, 66, 5. 4, 67, 6 Plut. Aem. Paull. 18.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d'airain ; οἱ Χαλκάσπιδες, les Khalkaspides, corps de troupes macédonien.
Étymologie: χαλκός, ἀσπίς.
Russian (Dvoretsky)
χάλκασπις: ιδος adj. вооруженный медным (бронзовым) щитом (Ἄρης Pind., Eur.; ἀνήρ Soph.): οἱ χαλκάσπιδες Polyb., Plut. вооруженные бронзовыми щитами (род войск в Македонии).
Greek (Liddell-Scott)
χάλκασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χαλκῆν ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Πινδ. Ο. 9. 80, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 795· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἄρεος, Πινδ. Ι. 7. (6). 35, Εὐρ. Ι. Α. 764· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Φιλ. 726· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5115. ΙΙ. οἱ χαλκάσπιδες, σῶμά τι ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, Ἀθήν. 194D. ΙΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἀγωνιζομένου εἰς τὸν ἔνοπλον ἀγῶνα δρόμου (ὁπλιτοδρόμος) Πινδ. Π. 9. 1.
English (Slater)
χάλκασπῐς with bronze shield χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (of the Opuntians) (O. 9.54) χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν Τελεσικράτη (in the hoplite race) (P. 9.1) χάλκασπις Ἄρης (I. 7.25)
Greek Monolingual
-άσπιδος, ὁ, Α
1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.)
2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.)
3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες
σώμα του μακεδονικού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ασπις (< ἀσπίς, -ίδος), (πρβλ. χρύσασπις)].
Greek Monotonic
χάλκασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα, σε Πίνδ., Σοφ.· λέγεται για κάποιον που τρέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χάλκ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with brasen shield, Pind., Soph.:—of one who ran the armed footrace, Pind.