φοινικίδα: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[φοινικίς]], - | |mltxt=η / [[φοινικίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ύφασμα πορφυρού χρώματος<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> μικρή κόκκινη [[πινακίδα]] τοποθετημένη [[κάτω]] από [[εικόνα]], που δηλώνει τί παριστάνει η [[εικόνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[σήμα]] Β του διεθνούς κώδικα σημάτων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κόκκινη [[σημαία]] της οποίας η [[έπαρση]] δήλωνε την [[έναρξη]] μάχης, [[κυρίως]] ναυμαχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πορφυρό ύφασμα το οποίο χρησιμοποιούσαν ως [[κάλυμμα]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] πορφυρού χρώματος και, ειδικότερα, στρατιωτικό, τών Λακεδαιμονίων, τών Μακεδόνων, τών Ρωμαίων και τών Περσών<br /><b>3.</b> πορφυρό [[παραπέτασμα]] ή [[τάπητας]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] κόκκινης σημαίας την οποία ανέσειαν οι ιερείς όταν διατύπωναν κατάρες ή αφορισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «το πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / φοινικίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. ύφασμα πορφυρού χρώματος
2. εκκλ. μικρή κόκκινη πινακίδα τοποθετημένη κάτω από εικόνα, που δηλώνει τί παριστάνει η εικόνα
νεοελλ.
ναυτ. το σήμα Β του διεθνούς κώδικα σημάτων
μσν.-αρχ.
κόκκινη σημαία της οποίας η έπαρση δήλωνε την έναρξη μάχης, κυρίως ναυμαχίας
αρχ.
1. πορφυρό ύφασμα το οποίο χρησιμοποιούσαν ως κάλυμμα τών αλόγων
2. ένδυμα πορφυρού χρώματος και, ειδικότερα, στρατιωτικό, τών Λακεδαιμονίων, τών Μακεδόνων, τών Ρωμαίων και τών Περσών
3. πορφυρό παραπέτασμα ή τάπητας
4. είδος κόκκινης σημαίας την οποία ανέσειαν οι ιερείς όταν διατύπωναν κατάρες ή αφορισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].