παρευνάζομαι: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Pass. to lie [[beside]] [[another]], c. dat., Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 3 March 2024
English (LSJ)
lie beside, δμῳῇσι Od.22.37, cf. Poll.5.41:—later Act., Nonn. D. 10.200, 25.17.
German (Pape)
[Seite 519] daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασθέντας τοῖς θηρίοις, Poll. 5, 41.
Russian (Dvoretsky)
παρευνάζομαι: лежать или спать рядом (τινι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
παρευνάζομαι: εὐνάζομαι πλησίον, πλαγιάζω δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον
2. ενεργ. παρευνάζω
βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»].
Greek Monotonic
παρευνάζομαι: Παθ., ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.