ἐαρινός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=earinos
|Transliteration C=earinos
|Beta Code=e)arino/s
|Beta Code=e)arino/s
|Definition=ή, [[ἐαρινόν]], Ep. [[εἰαρινός]] (also [[ἠαρινός]] h.Cer.401, PPetr.3p.152 (iii B. C.)); in other Poets, [[ἠρινός]]:— [[vernal]], [[of spring]], εἰαρινὴ [[ὥρη]] = [[springtime]], Il.16.643, cf. Plb.3.34.6; εἰαρινὰ ἄνθεα Il.2.89; [[πλόος]] [[εἰαρινός]] Hes.Op.678; [[θάλπος]] [[ἐαρινόν]] the [[heat]] [[of spring]], X.Cyr.8.6.22; [[ἄνεμος]] [[ἠρινός]] Sol.13.19; ἠρινὰ φύλλα Pi.P.9.46; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν E. Supp.448; ἐ. [[πυλαία]] IG9(1).111 (Elatea); τροπαί Ph.2.163; μῆλα ἐαρινά = [[apricot]]s, PCair.Zen.33.13 (iii B.C.):—neut. as adverb, [[in springtime]], [[μέλισσα]] λειμῶν' ἠρινὸν διέρχεται E.Hipp.77 (s.v.l., [[ἐαρινή]] Sch.); γῆ ἠρινὸν θάλλουσα Id.Fr.316.3: ἠρινὰ [[κελαδεῖν]], of the [[swallow]], Ar. Pax800 (lyr.). Adv. [[ἐαρινῶς]] Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἦρις ὡς]].
|Definition=ή, [[ἐαρινόν]], Ep. [[εἰαρινός]] (also [[ἠαρινός]] h.Cer.401, PPetr.3p.152 (iii B. C.)); in other Poets, [[ἠρινός]]:—[[vernal]], [[of spring]], εἰαρινὴ [[ὥρη]] = [[springtime]], Il.16.643, cf. Plb.3.34.6; εἰαρινὰ ἄνθεα Il.2.89; [[πλόος]] [[εἰαρινός]] Hes.Op.678; [[θάλπος]] [[ἐαρινόν]] the [[heat]] [[of spring]], X.Cyr.8.6.22; [[ἄνεμος]] [[ἠρινός]] Sol.13.19; ἠρινὰ φύλλα Pi.P.9.46; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν E. Supp.448; ἐ. [[πυλαία]] IG9(1).111 (Elatea); τροπαί Ph.2.163; μῆλα ἐαρινά = [[apricot]]s, PCair.Zen.33.13 (iii B.C.):—neut. as adverb, [[in springtime]], [[μέλισσα]] λειμῶν' ἠρινὸν διέρχεται E.Hipp.77 (s.v.l., [[ἐαρινή]] Sch.); γῆ ἠρινὸν θάλλουσα Id.Fr.316.3: ἠρινὰ [[κελαδεῖν]], of the [[swallow]], Ar. Pax800 (lyr.). Adv. [[ἐαρινῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἦρις ὡς]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />du printemps, printanier.<br />'''Étymologie:''' [[ἔαρ]].
|btext=ή, όν :<br />[[du printemps]], [[printanier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔαρ]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Lat. [[vernus]], of [[spring]], εἰαρινὴ ὥρη [[spring]]- [[time]], Il., etc.:—neut. ἠρινόν, -νά, as adv., in [[spring]]-[[time]], Eur.; ἠρινὰ κελαδεῖν, of the [[swallow]], Ar.
|mdlsjtxt=Lat. [[vernus]], of [[spring]], εἰαρινὴ ὥρη [[spring]]- [[time]], Il., etc.:—neut. ἠρινόν, -νά, as adv., in [[spring]]-[[time]], Eur.; ἠρινὰ κελαδεῖν, of the [[swallow]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐᾰρῐνός Medium diacritics: ἐαρινός Low diacritics: εαρινός Capitals: ΕΑΡΙΝΟΣ
Transliteration A: earinós Transliteration B: earinos Transliteration C: earinos Beta Code: e)arino/s

English (LSJ)

ή, ἐαρινόν, Ep. εἰαρινός (also ἠαρινός h.Cer.401, PPetr.3p.152 (iii B. C.)); in other Poets, ἠρινός:—vernal, of spring, εἰαρινὴ ὥρη = springtime, Il.16.643, cf. Plb.3.34.6; εἰαρινὰ ἄνθεα Il.2.89; πλόος εἰαρινός Hes.Op.678; θάλπος ἐαρινόν the heat of spring, X.Cyr.8.6.22; ἄνεμος ἠρινός Sol.13.19; ἠρινὰ φύλλα Pi.P.9.46; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν E. Supp.448; ἐ. πυλαία IG9(1).111 (Elatea); τροπαί Ph.2.163; μῆλα ἐαρινά = apricots, PCair.Zen.33.13 (iii B.C.):—neut. as adverb, in springtime, μέλισσα λειμῶν' ἠρινὸν διέρχεται E.Hipp.77 (s.v.l., ἐαρινή Sch.); γῆ ἠρινὸν θάλλουσα Id.Fr.316.3: ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar. Pax800 (lyr.). Adv. ἐαρινῶς Hsch. s.v. ἦρις ὡς.

Spanish (DGE)

(ἐᾰρῐνός) -ή, -όν
• Alolema(s): εἰαρ- Il.2.89, 16.643, Hes.Op.678, Simon.76.2, AP 5.70 (Rufin.); ἠαρ- h.Cer.401; ἤρ- Alc.115(a).10; ἠρ- Sol.1.19, Hp.Aër.10, E.Supp.448, X.HG 3.2.10, Thphr.CP 2.1.4, Aristid.Or.48.70. Basil.Ep.277.1
• Morfología: [plu. dat. -οῖσιν Il.2.89, h.Cer.401]
1 primaveral, de primavera, de la primavera ὥρη Il.16.643, Hp.Steril.218, Superf.30, Thphr.HP 3.7.4, Plb.2.12.3, 3.34.6, Plu.Num.19, Hld.5.13.4, cf. D.P.Au.2.16, Ὧραι AP l.c., ἠ. χρόνος primavera X.l.c., ἰσημερία ἐαρινή = el equinoccio de primavera Eudox.Fr.236b, cf. IUrb.Rom.1646 (imper.), Sch.A.R.4.961, τροπαί Ph.2.163, cf. Vett.Val.6.16, Aristid.l.c., op. θερινός Str.17.3.11
en rel. c. los vegetales ἄνθεα Il.2.89, Simon.l.c., h.Cer.401, Thphr.HP 6.8.2, D.H.Comp.22.8, Basil.l.c., Chrys.Scand.23.3, cf. IChr.M.265.9 (IV/V d.C.), IUrb.Rom.1208.3 (II/III d.C.), φύλλ' Pi.P.9.46, πέταλοι Pi.Fr.70c.19, λειμών E.Supp.448, (φυτεία) Thphr.CP 1.6.3, μῆλον ἐαρινόν albaricoque, PPetr.3.53(m).5, cf. PCair.Zen.33.13 (ambos III a.C.)
rel. el tiempo atmosférico πλόος Hes.l.c., ἄνεμος Sol.l.c., οἱ ἠρινοὶ ὄμβροι Hp.l.c., cf. Thphr.CP 2.1.4, θάλπος X.Cyr.8.6.22
neutr. plu. subst. τὰ ἐαρινά las lluvias primaverales Thphr.CP 4.4.13
de otras manifestaciones φθέγματα Ar.Au.683, μέλισσα E.Hipp.77, μόσχος εἰ. ternero nacido en primavera Orph.L.156, ἡ ἐ. πυλαία la sesión de primavera de la anfictionía délfica, op. ὀπωρινή CID 2.102.20, cf. 38.2 (ambas Delfos IV a.C.), Decr. en D.18.154, Str.9.3.7
neutr. como adv. en primavera γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3, ὅταν ἠρινὰ μὲν φωνῇ χελιδὼν ἑζομένη κελαδῇ Ar.Pax 799, cf. quizá tb. sg., Alc.l.c.
2 adv. ἐαρινῶς = en primavera ἐν ταῖς αὐτοῦ (Κυρίου) ἐ. ἐξανθοῦντες Epiph.Const.Hom.M.43.432A, cf. Hsch.s.u. ἠρινῶς.

German (Pape)

[Seite 698] zum Frühling gehörig; ὥρα, Frühlingszeit, Pol. 2, 54, 5; Plut. Num 19; θάλπος Xen. Cyr. 8, 6, 22; – poet. εἰαρινός, z. B. ὥρη Il. 16, 463; ἄνθεα 2, 471; πλόος Hes. O. 676 u. öfter in der Anthol. Att. gew. ἠρινός; Ar. Av. 683; ἠρινὰ κελαδεῖν, von der Schwalbe, Pax 800; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; – Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du printemps, printanier.
Étymologie: ἔαρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐᾰρῐνός: стяж. ἠρινός, эп. εἰαρινός 3 весенний, вешний (ἄνθεα Hom.; πλόος Hes.; θάλπος Xen.; ἄνεμοι, ἰσημερία Arst.; ὥρα Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐαρῐνός: -ή, -όν, Ἐπ. εἰαρινός, παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς ἠρινός, Λατ. vernus, ὁ τοῦ ἔαρος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἔαρ, εἰαρινὴ ὥρη Ἰλ. Π. 643· εἰαρινὰ ἄνθεα Β. 89· πλόος εἰαρινὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 676· θάλπος ἐαρινόν, ἡ θερμότης τοῦ ἔαρος, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 22· ἄνεμος ἠρινὸς Σόλων 12. 19· ἠρινὰ φύλλα Πίνδ. Π. 9. 82· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, μέλισσα λειμῶν’... ἠρινὸν διέρχεται Εὐρ. Ἱππ. 76 (ἐκτὸς ἂν ληφθῇ ὡς συμφωνοῦν πρὸς τὸ λειμῶνα, πρβλ. Ἱκ. 448)· γῆ ἠρινὸν θάλλουσα ὁ αὐτ. Δαν. 3. 3 (ἐν τοῖς ἀποσπάσμασι)· ἠρινὰ κελαδεῖν, ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐαρινός, -ή, -όν
Α και εἰαρινός, -ή, -όν και ἠρινός, -ή, -όν) έαρ
ανοιξιάτικος
αρχ.
(το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν
την εποχή της ανοίξεως.

Greek Monotonic

ἐαρῐνός: -ή, -όν, Επικ. εἰαρινός· σε άλλους ποιητές, ἠρινός· Λατ. vernus, ανοιξιάτικος, εἰαρινὴ ὥρη, η εποχή της άνοιξης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ουδ. ἠρινόν, -νά, ως επίρρ., την περίοδο της άνοιξης, σε Ευρ.· ἠρινὰ κελαδεῖν, λέγεται για το χελιδόνι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Lat. vernus, of spring, εἰαρινὴ ὥρη spring- time, Il., etc.:—neut. ἠρινόν, -νά, as adv., in spring-time, Eur.; ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar.