ἀντωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> Dep to buy [[instead]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> to bid [[against]], ἀλλήλοις Lys.; ὁ ἀντωνούμενος a [[rival]] bidder, Dem.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> Dep to buy [[instead]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> to bid [[against]], ἀλλήλοις Lys.; ὁ ἀντωνούμενος a [[rival]] bidder, Dem.
}}
}}

Revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνέομαι Medium diacritics: ἀντωνέομαι Low diacritics: αντωνέομαι Capitals: ΑΝΤΩΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antōnéomai Transliteration B: antōneomai Transliteration C: antoneomai Beta Code: a)ntwne/omai

English (LSJ)

A buy instead, X.Oec.20.26, Men.438.3: metaph., κλέος ἀείμνηστον ἀ. Jul.Or.1.42b.
2 bid against, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο And.1.134; ἀ. ἀλλήλοις Lys.22.9; ὁ ἀντωνούμενος rival bidder, D. 18.239.

Spanish (DGE)

1 comprar a cambio ἄλλον X.Oec.20.26, ἅβραν Men.Fr.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3
fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.Or.1.42b.
2 pujar en contra οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.Myst.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς PIand.100.9 (IV d.C.)
ὁ ἀντωνούμενος pujador rival D.18.239.

German (Pape)

[Seite 265] (s. ὠνέομαι), 1) dafür, anstatt dessen kaufen, Xen. Oec. 20, 26. – 2) mit-, gegenbieten, Andoc. 1, 134; den Kauf streitig machen, Dem. 18, 239; ἀλλήλοις, einander überbieten, Lys. 22, 9.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 acheter à la place d'un autre;
2 enchérir sur (qqn).
Étymologie: ἀντί, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωνέομαι:
1 покупать взамен Xen., Men.;
2 участвовать в торгах, соперничать в купле, надбавлять цену (ἀ. ἀλλήλοις Lys.; ταῖς τιμαῖς ἀ. Plut.): ὁ ἀντωνούμενος Dem. участник торгов.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνέομαι: ἀποθ., ἀγοράζω ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν ὡς ἀντίπαλος ἀγοραστής, παρουσιάζομαι καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, ἀντίπαλος πλειοδότης, Δημ. 307. 6.

Greek Monotonic

ἀντωνέομαι: παρατ. -εωνούμην, αποθ.,
1. αγοράζω αντί άλλου, σε Ξεν.
2. προσφέρω μεγαλύτερη τιμή, ἀλλήλοις, σε Λυσ.· ὁ ἀντωνούμενος, ο αντίπαλος αγοραστής, σε Δημ.

Middle Liddell

1. Dep to buy instead, Xen.
2. to bid against, ἀλλήλοις Lys.; ὁ ἀντωνούμενος a rival bidder, Dem.