ἀντόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antomnymi
|Transliteration C=antomnymi
|Beta Code=a)nto/mnumi
|Beta Code=a)nto/mnumi
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">swear in turn, swear on the other part</b>, in a treaty, c. fut. inf., <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.4.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ages.</span>1.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Att. law-term, [[make an affidavit]], both of the accuser and the defendant (cf. [[ἀντωμοσία]]), <span class="bibl">Antipho 1.18</span>, <span class="bibl">Is.9.1</span>, <span class="bibl">D.43.3</span>, etc.:—in Med., <span class="bibl">Is.5.16</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[swear in turn]], [[swear on the other part]], in a treaty, c. fut. inf., X.HG3.4.6, Ages.1.10.<br><span class="bld">II</span> as Att. law-term, [[make an affidavit]], both of the accuser and the defendant (cf. [[ἀντωμοσία]]), Antipho 1.18, Is.9.1, D.43.3, etc.:—in Med., Is.5.16.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[jurar a su vez]] c. inf. fut. ἀ. ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει ... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς X.<i>HG</i> 3.4.6, cf. <i>Ages</i>.1.10, D.C.50.7.1, <i>SIG</i> 1208.11.<br /><b class="num">2</b> jur. [[hacer una declaración jurada en contra de la otra parte]] en una acción judicial, c. ac. de obj. int., en un proceso por un delito de sangre εὔορκα ἀ. Antipho 1.8, de otro tipo de procesos ταῦτα Is.5.4, cf. 9.1<br /><b class="num">•</b>περὶ ὧν ἀντώμοσαν Isoc.16.2, cf. 18.37<br /><b class="num">•</b>c. ac. de obj. externo Ἀνδρονίκῳ ... [[δάνειον]] (δράχμας) ἃς ἀντομόσατο (?) <i>PCair.Zen</i>.326.172<br /><b class="num">•</b>abs. Is.9.34, D.43.3, <i>OGI</i> 484.39 (Pérgamo I d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. Is.5.16, <i>Gr.Shorthand Man.</i>711.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0264.png Seite 264]] ([[ὄμνυμι]]), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. [[ἀντωμοσία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0264.png Seite 264]] ([[ὄμνυμι]]), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. [[ἀντωμοσία]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀντόμνυμι''': μέλλ. -ομοῦμαι: - [[ὄμνυμι]] καὶ [[αὐτός]], [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρεμ. μέλλ., Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφεῖσι πρὸς αὐτόν... ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην... ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν [[ὑπὲρ]] Ἀγησιλάου... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6, Ἀγησ. 1. 10. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐπὶ μὲν τοῦ ἐνάγοντος (διώκοντος), ὀμνύω κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ὅτι ἀληθῆ θὰ κατηγορήσω, ἐπὶ δὲ τοῦ κατηγορουμένου (φεύγοντος) ὅτι ἀληθῆ θὰ ἀπολογηθῶ, (πρβλ. [[ἀντωμοσία]]), Ἀντιφῶν 112. 22, Ἰσαῖος 74. 31, κτλ., [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖος 52. 19.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=jurer à son tour <i>ou</i> contrairement à qqn ; <i>particul.</i> prêter serment en justice <i>en parl. des parties adverses</i>;<br /><i><b>Moy.</b> m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὄμνυμι]].
|btext=jurer à son tour <i>ou</i> contrairement à qqn ; <i>particul.</i> prêter serment en justice <i>en parl. des parties adverses</i>;<br /><i><b>Moy.</b> m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὄμνυμι]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[jurar a su vez]] c. inf. fut. ἀ. ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει ... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς X.<i>HG</i> 3.4.6, cf. <i>Ages</i>.1.10, D.C.50.7.1, <i>SIG</i> 1208.11.<br /><b class="num">2</b> jur. [[hacer una declaración jurada en contra de la otra parte]] en una acción judicial, c. ac. de obj. int., en un proceso por un delito de sangre εὔορκα ἀ. Antipho 1.8, de otro tipo de procesos ταῦτα Is.5.4, cf. 9.1<br /><b class="num">•</b>περὶ ὧν ἀντώμοσαν Isoc.16.2, cf. 18.37<br /><b class="num">•</b>c. ac. de obj. externo Ἀνδρονίκῳ ... [[δάνειον]] (δράχμας) ἃς ἀντομόσατο (?) <i>PCair.Zen</i>.326.172<br /><b class="num">•</b>abs. Is.9.34, D.43.3, <i>OGI</i> 484.39 (Pérgamo I d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. Is.5.16, <i>Gr.Shorthand Man.</i>711.
|elrutext='''ἀντόμνῡμι:''' (aor. ἀντώμοσα)<br /><b class="num">1</b> [[приносить со своей стороны клятву]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> тж. med., юр. взаимно присягать Isae., Dem.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντόμνυμι''': μέλλ. -ομοῦμαι: - [[ὄμνυμι]] καὶ [[αὐτός]], μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρεμ. μέλλ., Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφεῖσι πρὸς αὐτόν... ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην... ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν [[ὑπὲρ]] Ἀγησιλάου... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6, Ἀγησ. 1. 10. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐπὶ μὲν τοῦ ἐνάγοντος (διώκοντος), ὀμνύω κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ὅτι ἀληθῆ θὰ κατηγορήσω, ἐπὶ δὲ τοῦ κατηγορουμένου (φεύγοντος) ὅτι ἀληθῆ θὰ ἀπολογηθῶ, (πρβλ. [[ἀντωμοσία]]), Ἀντιφῶν 112. 22, Ἰσαῖος 74. 31, κτλ., [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖος 52. 19.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντόμνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> ορκίζομαι και ο [[ίδιος]]<br /><b>2.</b> (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως [[κατήγορος]], ότι οι κατηγορίες μου θα [[είναι]] αληθείς ή, ως [[κατηγορούμενος]], ότι θα απολογηθώ με [[ειλικρίνεια]].
|mltxt=[[ἀντόμνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> ορκίζομαι και ο [[ίδιος]]<br /><b>2.</b> (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως [[κατήγορος]], ότι οι κατηγορίες μου θα [[είναι]] αληθείς ή, ως [[κατηγορούμενος]], ότι θα απολογηθώ με [[ειλικρίνεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντόμνῡμι:''' (aor. ἀντώμοσα)<br /><b class="num">1)</b> приносить со своей стороны клятву Xen.;<br /><b class="num">2)</b> тж. med., юр. взаимно присягать Isae., Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[swear]] in [[turn]], c. fut. inf., Xen.
|mdlsjtxt=to [[swear]] in [[turn]], c. fut. inf., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντόμνῡμι Medium diacritics: ἀντόμνυμι Low diacritics: αντόμνυμι Capitals: ΑΝΤΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: antómnymi Transliteration B: antomnymi Transliteration C: antomnymi Beta Code: a)nto/mnumi

English (LSJ)

A swear in turn, swear on the other part, in a treaty, c. fut. inf., X.HG3.4.6, Ages.1.10.
II as Att. law-term, make an affidavit, both of the accuser and the defendant (cf. ἀντωμοσία), Antipho 1.18, Is.9.1, D.43.3, etc.:—in Med., Is.5.16.

Spanish (DGE)

1 jurar a su vez c. inf. fut. ἀ. ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει ... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς X.HG 3.4.6, cf. Ages.1.10, D.C.50.7.1, SIG 1208.11.
2 jur. hacer una declaración jurada en contra de la otra parte en una acción judicial, c. ac. de obj. int., en un proceso por un delito de sangre εὔορκα ἀ. Antipho 1.8, de otro tipo de procesos ταῦτα Is.5.4, cf. 9.1
περὶ ὧν ἀντώμοσαν Isoc.16.2, cf. 18.37
c. ac. de obj. externo Ἀνδρονίκῳ ... δάνειον (δράχμας) ἃς ἀντομόσατο (?) PCair.Zen.326.172
abs. Is.9.34, D.43.3, OGI 484.39 (Pérgamo I d.C.)
en v. med. mismo sent. Is.5.16, Gr.Shorthand Man.711.

German (Pape)

[Seite 264] (ὄμνυμι), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. ἀντωμοσία.

French (Bailly abrégé)

jurer à son tour ou contrairement à qqn ; particul. prêter serment en justice en parl. des parties adverses;
Moy. m. sign.
Étymologie: ἀντί, ὄμνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντόμνῡμι: (aor. ἀντώμοσα)
1 приносить со своей стороны клятву Xen.;
2 тж. med., юр. взаимно присягать Isae., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντόμνυμι: μέλλ. -ομοῦμαι: - ὄμνυμι καὶ αὐτός, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρεμ. μέλλ., Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφεῖσι πρὸς αὐτόν... ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην... ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν ὑπὲρ Ἀγησιλάου... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6, Ἀγησ. 1. 10. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐπὶ μὲν τοῦ ἐνάγοντος (διώκοντος), ὀμνύω κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ὅτι ἀληθῆ θὰ κατηγορήσω, ἐπὶ δὲ τοῦ κατηγορουμένου (φεύγοντος) ὅτι ἀληθῆ θὰ ἀπολογηθῶ, (πρβλ. ἀντωμοσία), Ἀντιφῶν 112. 22, Ἰσαῖος 74. 31, κτλ., ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖος 52. 19.

Greek Monolingual

ἀντόμνυμι (Α)
1. ορκίζομαι και ο ίδιος
2. (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως κατήγορος, ότι οι κατηγορίες μου θα είναι αληθείς ή, ως κατηγορούμενος, ότι θα απολογηθώ με ειλικρίνεια.

Middle Liddell

to swear in turn, c. fut. inf., Xen.