ἀποθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(13_5)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] (s. [[θρώσκω]], 1) herabspringen, [[νηός]] Il. 2, 702. 16, 748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23, 32; ἀπ' ἵππου Her. 3, 129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1, 80. – 2) abspringen, weggeschnellt werden, Iliad. 16, 773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15, 314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀιστοὶ θρῶσκον. – 3) von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1, 58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] (s. [[θρώσκω]], 1) herabspringen, [[νηός]] Il. 2, 702. 16, 748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23, 32; ἀπ' ἵππου Her. 3, 129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1, 80. – 2) abspringen, weggeschnellt werden, Iliad. 16, 773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15, 314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀιστοὶ θρῶσκον. – 3) von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1, 58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.
}}
{{Autenrieth
|auten=only pres. [[part]].: [[leap]] [[from]]; [[νηός]], Il. 2.702, Il. 16.748; [[καπνός]], ‘up,’ Od. 1.58.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποθρῴσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] έξω από [[πλοίο]] («...[[νηός]], ἀπὸ [[νηός]]»), [[κάτω]] από [[άλογο]] («...ἀπὸ τῶν ἵππων»)<br /><b>2.</b> εκτινάσσομαι από τη [[νευρά]] του τόξου (για [[βέλος]])<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]], [[ξεπροβάλλω]] («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης»)<br /><b>4.</b> (για βράχο) αποσπώμαι και [[κατρακυλώ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[leap]] off from, [[νηός]] Il.; ἀφ' ἵππου, ἀπὸ [[νεός]] Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[leap]] up from, [[rise]] from, καπνὸν ἀποθρώσκοντα γαίης Od.:—absol. to [[rise]] [[sheer]] up, of rocks, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 303] (s. θρώσκω, 1) herabspringen, νηός Il. 2, 702. 16, 748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23, 32; ἀπ' ἵππου Her. 3, 129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1, 80. – 2) abspringen, weggeschnellt werden, Iliad. 16, 773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15, 314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀιστοὶ θρῶσκον. – 3) von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1, 58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.

English (Autenrieth)

only pres. part.: leap from; νηός, Il. 2.702, Il. 16.748; καπνός, ‘up,’ Od. 1.58.

Greek Monolingual

ἀποθρῴσκω (Α)
1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων»)
2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος)
3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης»)
4. (για βράχο) αποσπώμαι και κατρακυλώ.

Middle Liddell

I. to leap off from, νηός Il.; ἀφ' ἵππου, ἀπὸ νεός Hdt.
II. to leap up from, rise from, καπνὸν ἀποθρώσκοντα γαίης Od.:—absol. to rise sheer up, of rocks, Hes.