ἀπόζω: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[smell]] of [[something]], τινος Ibyc.:— impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης [[there]] [[comes]] an [[odour]] from [[Arabia]], Hdt.
|mdlsjtxt=to [[smell]] of [[something]], τινος Ibyc.:— impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης [[there]] [[comes]] an [[odour]] from [[Arabia]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόζω Medium diacritics: ἀπόζω Low diacritics: απόζω Capitals: ΑΠΟΖΩ
Transliteration A: apózō Transliteration B: apozō Transliteration C: apozo Beta Code: a)po/zw

English (LSJ)

A smell of something, τινός Luc.DMar.1.5, Plu.2.13f: abs., Longus4.1.
II impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης there comes an odour from Arabia, Hdt.3.113, cf. Luc.Cyn.17.

Spanish (DGE)

1 oler c. gen. κινάβρας Luc.DMar.1.5, μήλων ἢ ῥόδων Aristaenet.1.12.22
fig. τῆς νεκρᾶς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δυσωδίας ἀ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.25.4
abs. oler a algo Longus 4.1, Luc.Cyn.17.
2 impers. venir un olor ἀπόζει ... τῆς Ἀραβίης θεσπέσιον ὡς ἡδύ Hdt.3.113.

German (Pape)

[Seite 302] (s. ὄζω), 1) nach etwas riechen, τινός Ibyc. 42; μύρου Rufin. 1, wie Plut. ed. lib. 18. – 2) ausduften, ἡδὺ τῆς χώρης Her. 3, 113; Sp., z. B. Luc. Cyn. 117.

French (Bailly abrégé)

impf. ἄπωζον, f. ἀποζήσω;
1 exhaler une odeur : τινός de qch;
2 • impers. ἀπόζει il se dégage une odeur : τῆς χώρης HDT de la contrée.
Étymologie: ἀπό, ὄζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόζω: пахнуть, благоухать (τινός Her., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόζω: μέλλ. -οζήσω, ἔχω τὴν ὀσμήν τινος, Ἴβυκ. 42, Schneidew., Πλούτ. 2. 13Ε: ἀπολ., Λογγ. 1. ΙΙ. ἀπρόσ., ἀπόζει δὲ τῆς χώρης τῆς Ἀραβίης… ἡδύ, γλυκεῖα ὀσμὴ ἔρχεται ὡς πνοὴ ἐκ τῆς χώρας τῆς Αραβίας, Ἡρόδ. 3. 313, πρβλ. Λουκ. Κυν. 17.

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀποζῶ, -άω)
1. κερδίζω τα προς το ζην, τα αναγκαία
2. ζω με πενιχρά εισοδήματα, φτωχικά.
ἀπόζω (Α) όζω
1. αναδίδω οσμή
2. απρόσ. αναδίδεται οσμή.

Greek Monotonic

ἀπόζω: μέλ. -οζήσω, αναδίδω κάποια οσμή, τινος, απρόσ., ἀπόζει τῆς Ἀραβίας, μια οσμή έρχεται από τη χώρα της Αραβίας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to smell of something, τινος Ibyc.:— impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης there comes an odour from Arabia, Hdt.