ἀπόκρημνος: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apokrimnos | |Transliteration C=apokrimnos | ||
|Beta Code=a)po/krhmnos | |Beta Code=a)po/krhmnos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπόκρημνον, [[sheer]], [[precipitous]], ὄρος ἄβατον καὶ ἀ. [[Herodotus|Hdt.]]7.176, cf.3.111; χῶρος ἀ. Id.8.53, cf. Th.4.31, etc.: Sup., Diog.''Ep.''37.4: metaph. of an advocate's case, [[full of difficulties]], πάντα ἀ. ὁρῶ D.25.76. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[escarpado]], [[a pico]] ὄρος ἄβατόν τε καὶ ἀ. Hdt.7.176, ἀποκρήμνοισι ὄρεσι Hdt.3.111, cf. <i>SB</i> 8545b.7 (Nubia I d.C.), χῶρος Hdt.8.53, cf. Them.<i>Or</i>.18.217a, de la costa de una isla, Th.4.31, τόπος X.<i>Cyn</i>.8.4, Arist.<i>HA</i> 578<sup>a</sup>27, Diog.<i>Ep</i>.37.4, Ps.Dicaearch.2.6, πέτραι Arist.<i>HA</i> 619<sup>a</sup>26<br /><b class="num">•</b>[[puntiagudo]] de la parte alta de una torre, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.13.5.<br /><b class="num">2</b> fig. [[erizado de dificultades]] πάντ' ἀπόκρημνα (ὁρῶ) D.25.76. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] abschüssig, steil, [[ὄρος]] Her. 1, 111; [[χώρα]] 8, 53; Thuc. 4, 31; Dem. 25, 76 τὰ ἀπόκρημνα; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] abschüssig, steil, [[ὄρος]] Her. 1, 111; [[χώρα]] 8, 53; Thuc. 4, 31; Dem. 25, 76 τὰ ἀπόκρημνα; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[escarpé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρημνός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόκρημνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[обрывистый]], [[крутой]] ([[ὄρος]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.: [[τόπος]] Xen.; πέτραι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[трудный]] (πάντα ἀπόκρημνα Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόκρημνος''': [[κρημνώδης]], [[οὖρος]] ἄβατόν τε καὶ ἀπόκρημνον Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 111· [[χῶρος]] [[ἀπόκρημνος]] ὁ αὐτ. 8. 53, πρβλ. Θουκ. 4. 31., 6. 96, κτλ.: - μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεώς τινος τοῦ συνηγόρου, [[πλήρης]] δυσκολιῶν, πάντα ἀπόκρημνα ὁρῶ Δημ. 793. 6. | |lstext='''ἀπόκρημνος''': [[κρημνώδης]], [[οὖρος]] ἄβατόν τε καὶ ἀπόκρημνον Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 111· [[χῶρος]] [[ἀπόκρημνος]] ὁ αὐτ. 8. 53, πρβλ. Θουκ. 4. 31., 6. 96, κτλ.: - μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεώς τινος τοῦ συνηγόρου, [[πλήρης]] δυσκολιῶν, πάντα ἀπόκρημνα ὁρῶ Δημ. 793. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀπόκρημνος:''' -ον, [[κρημνώδης]], αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο [[γεμάτος]] δυσκολίες, λέγεται για δικαστική [[υπόθεση]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[broken]] [[sheer]] off, [[precipitous]], Hdt., Thuc., etc.:—metaph. [[full]] of difficulties, Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[precipitous]], [[sheer]], [[steep]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 3 March 2024
English (LSJ)
ἀπόκρημνον, sheer, precipitous, ὄρος ἄβατον καὶ ἀ. Hdt.7.176, cf.3.111; χῶρος ἀ. Id.8.53, cf. Th.4.31, etc.: Sup., Diog.Ep.37.4: metaph. of an advocate's case, full of difficulties, πάντα ἀ. ὁρῶ D.25.76.
Spanish (DGE)
-ον
1 escarpado, a pico ὄρος ἄβατόν τε καὶ ἀ. Hdt.7.176, ἀποκρήμνοισι ὄρεσι Hdt.3.111, cf. SB 8545b.7 (Nubia I d.C.), χῶρος Hdt.8.53, cf. Them.Or.18.217a, de la costa de una isla, Th.4.31, τόπος X.Cyn.8.4, Arist.HA 578a27, Diog.Ep.37.4, Ps.Dicaearch.2.6, πέτραι Arist.HA 619a26
•puntiagudo de la parte alta de una torre, LXX 2Ma.13.5.
2 fig. erizado de dificultades πάντ' ἀπόκρημνα (ὁρῶ) D.25.76.
German (Pape)
[Seite 308] abschüssig, steil, ὄρος Her. 1, 111; χώρα 8, 53; Thuc. 4, 31; Dem. 25, 76 τὰ ἀπόκρημνα; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
escarpé.
Étymologie: ἀπό, κρημνός.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκρημνος:
1 обрывистый, крутой (ὄρος Her.; χωρίον Thuc.: τόπος Xen.; πέτραι Arst.);
2 трудный (πάντα ἀπόκρημνα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρημνος: κρημνώδης, οὖρος ἄβατόν τε καὶ ἀπόκρημνον Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 111· χῶρος ἀπόκρημνος ὁ αὐτ. 8. 53, πρβλ. Θουκ. 4. 31., 6. 96, κτλ.: - μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεώς τινος τοῦ συνηγόρου, πλήρης δυσκολιῶν, πάντα ἀπόκρημνα ὁρῶ Δημ. 793. 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπόκρημνος, -ον)
αυτός που έχει γκρεμούς, κρημνώδης, απότομος
αρχ.
ο γεμάτος από δυσκολίες.
Greek Monotonic
ἀπόκρημνος: -ον, κρημνώδης, αυτός που βρίσκεται πλάι σε γκρεμό, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., ο γεμάτος δυσκολίες, λέγεται για δικαστική υπόθεση, σε Δημ.
Middle Liddell
broken sheer off, precipitous, Hdt., Thuc., etc.:—metaph. full of difficulties, Dem.