ἀποθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[crush]] in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος [[broken]], enervated, Plat.
|mdlsjtxt=to [[crush]] in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος [[broken]], enervated, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθρύπτω Medium diacritics: ἀποθρύπτω Low diacritics: αποθρύπτω Capitals: ΑΠΟΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: apothrýptō Transliteration B: apothryptō Transliteration C: apothrypto Beta Code: a)poqru/ptw

English (LSJ)

crush, crumble to pieces, J.BJ3.7.23: metaph., break in spirit, enervate, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl. R.495e.

Spanish (DGE)

deshacer, desmoronar γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων I.BI 3.243
fig. desmoralizar τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl.R.495C.

German (Pape)

[Seite 303] ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεθρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.

French (Bailly abrégé)

amollir.
Étymologie: ἀπό, θρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθρύπτω: надламывать, сокрушать (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθρύπτω: μέλλ. -ψω, συντρίβω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., συντρίβω τὸ πνεῦμα, ἐκνευρίζω, ἐκθηλύνω, τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ.

Greek Monotonic

ἀποθρύπτω: μέλ. -ψω, συντρίβω σε κομμάτια, θρυμματίζω· μεταφ. στην Παθ., ἀποτεθρυμμένος, αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to crush in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος broken, enervated, Plat.