αὐτοκέλευστος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[self]]-bidden, i. e. [[unbidden]], of one's own [[accord]], Xen., Anth.
|mdlsjtxt=[[self]]-bidden, i. e. [[unbidden]], of one's own [[accord]], Xen., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκέλευστος Medium diacritics: αὐτοκέλευστος Low diacritics: αυτοκέλευστος Capitals: ΑΥΤΟΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: autokéleustos Transliteration B: autokeleustos Transliteration C: aftokelefstos Beta Code: au)toke/leustos

English (LSJ)

αὐτοκέλευστον, self-bidden, i.e. unbidden, X.An.3.4.5, D.H.8.66, AP5.21 (Rufin.); προθυμία Ph.2.90, al. Adv. αὐτοκελεύστως Aristeas 92.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se ofrece a sí mismo, espontáneo de pers. en posición pred. αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι D.H.8.66, διχῇ ἐνεμήθησαν αὐτοκέλευστοι D.C.41.39.4, κοίρανος Nonn.Par.Eu.Io.19.15, πόρτις Nonn.D.15.215, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.5.15, 18.4, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.408A
tb. de abstr. πόθος AP 5.22 (Rufin.), προθυμία Ph.2.90
ἐκ τοῦ αὐτοκελεύστου espontáneamente Arr.Parth.34.
2 aceptado voluntariamente ἀνάγκη Nil.M.79.601B.
3 adv. -ως voluntariamente αὐ. διαπονεῖν Aristeas 92.

German (Pape)

[Seite 398] auf eigenen Befehl, also ungeheißen, von selbst, Xen. An. 3, 4, 5 u. Sp., wie Dion. Hal. 8, 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit des sa propre volonté, spontané.
Étymologie: αὐτός, κελεύω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκέλευστος: (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκέλευστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐξ οἰκείας θελήσεως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 5, Διον. Ἁλ. 8. 66, Ἀνθ. Π. 5. 22. ‒ Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. ἀλλ’ ὡσαύτως αὐτοκελευστὶ Φίλων σ. 19. Mai.

Greek Monolingual

αὐτοκέλευστος, -ον (Α)
αυτός που συντελείται εκούσια, με τη θέληση του ενδιαφερομένου.

Greek Monotonic

αὐτοκέλευστος: -ον, αυτός που έρχεται με δική του πρωτοβουλία, δηλ. απρόσκλητος ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ.

Middle Liddell

self-bidden, i. e. unbidden, of one's own accord, Xen., Anth.