ἀκοινωνία: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akoinonia | |Transliteration C=akoinonia | ||
|Beta Code=a)koinwni/a | |Beta Code=a)koinwni/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ, [[unsociableness]], Pl.''Ep.''318e. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[insociabilidad]] Pl.<i>Ep</i>.318e.<br /><b class="num">2</b> [[excomunión]] Thdr.Lect.<i>HE</i> M.86.189A. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Zwietracht]]</i>, Plat. <i>Ep</i>. 3.318e. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκοινωνία:''' ἡ [[необщительность]] или [[неприязнь]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκοινωνία''': ἡ, ἡ μὴ κοινωνικότης, [[διχόνοια]], Ἐπιστ. Πλάτ. 318Ε. | |lstext='''ἀκοινωνία''': ἡ, ἡ μὴ κοινωνικότης, [[διχόνοια]], Ἐπιστ. Πλάτ. 318Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκοινωνία]], η (Α) [[κοινωνία]]<br />[[έλλειψη]] κοινωνικότητας. | |mltxt=[[ἀκοινωνία]], η (Α) [[κοινωνία]]<br />[[έλλειψη]] κοινωνικότητας. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[unsociability]]=== | ||
Bulgarian: необщителност; English: [[unsociability]], [[unsociableness]]; German: [[Ungeselligkeit]], [[Zurückgezogenheit]]; French: [[insociabilité]]; Greek: [[αντικοινωνικότητα]], [[ακοινωνησιά]], [[ακοινωνικότητα]], [[το μονόχνωτο]], [[το ακοινώνητο]]; Ancient Greek: [[ἀκοινωνησία]], [[ἀκοινωνία]], [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀνεπιμιξία]], [[ἀπανθρωπεία]], [[ἀπανθρωπία]], [[δυσομιλία]], [[τὸ ἄμικτον]], [[τὸ ἀνεπικοινώνητον]], [[τὸ ἀνεπίμικτον]], [[τὸ δυσεπίμικτον]], [[τὸ δυσξύμβολον]], [[τὸ δυσσύμβολον]]; Spanish: [[insociabilidad]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:23, 3 March 2024
English (LSJ)
ἡ, unsociableness, Pl.Ep.318e.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 insociabilidad Pl.Ep.318e.
2 excomunión Thdr.Lect.HE M.86.189A.
German (Pape)
ἡ, Zwietracht, Plat. Ep. 3.318e.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοινωνία: ἡ необщительность или неприязнь Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοινωνία: ἡ, ἡ μὴ κοινωνικότης, διχόνοια, Ἐπιστ. Πλάτ. 318Ε.
Greek Monolingual
ἀκοινωνία, η (Α) κοινωνία
έλλειψη κοινωνικότητας.
Translations
unsociability
Bulgarian: необщителност; English: unsociability, unsociableness; German: Ungeselligkeit, Zurückgezogenheit; French: insociabilité; Greek: αντικοινωνικότητα, ακοινωνησιά, ακοινωνικότητα, το μονόχνωτο, το ακοινώνητο; Ancient Greek: ἀκοινωνησία, ἀκοινωνία, ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀνεπιμιξία, ἀπανθρωπεία, ἀπανθρωπία, δυσομιλία, τὸ ἄμικτον, τὸ ἀνεπικοινώνητον, τὸ ἀνεπίμικτον, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον; Spanish: insociabilidad