γειτονεύω: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(1b) |
m (Text replacement - "met dat" to "met dat") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geitoneyo | |Transliteration C=geitoneyo | ||
|Beta Code=geitoneu/w | |Beta Code=geitoneu/w | ||
|Definition== | |Definition== [[γειτονέω]] ([[be a neighbour]]), c. dat., X. ''Vect.'' 1.8, Str. 3.3.8, al. ; abs., Id. 4.6.8, al., Phld. ''Ir.'' p. 48 W., etc. ; — ''Med.'', τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται ταύτῃ τῇ ἴξει Hp. ''Fract.'' 18. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ser vecino o limítrofe]] c. dat. Ἀθήναις δὲ γειτονεύουσιν (πόλεσι) X.<i>Vect</i>.1.8, τοὺς γειτονεύοντας αὐτοῖς (Καντάβροις) Str.3.3.8, cf. 5.3.4, 16.4.22, γείτον<ε>ς κοινοί εἰσιν οἷς γειτονε[ύει] ... <i>Act.Amphip</i>.9.5 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. οὐδ' εἰς ταὐτὸ τολμᾷ π[λ] οῖον [ἐ] μβαίνειν οὐδὲ γειτονεύειν no se atreve a montar (con el iracundo) en la misma nave ni a ser su vecino</i> Phld.<i>Ir</i>.21.37, τὰ γειτονεύοντα μέρη las regiones limítrofes</i> Str.4.6.8, οἱ γειτονεύοντες los vecinos</i> App.<i>Mith</i>.119<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[ser contiguo]], [[estar próximo]] anat. c. dat. τοῖσι γὰρ ἐπικαιροτάτοισι τόνοισι γειτονεύονται Hp.<i>Art</i>.11, τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται μᾶλλον ταύτῃ τῇ ἴξει Hp.<i>Fract</i>.18. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0478.png Seite 478]] = [[γειτνιάω]], Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0478.png Seite 478]] = [[γειτνιάω]], Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[être voisin de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[γείτων]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γειτονεύω]] [[γείτων]] [[in de buurt zijn van]], met dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γειτονεύω:''' Xen. = [[γειτνιάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γειτονεύω''': τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764. | |lstext='''γειτονεύω''': τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[γειτονεύω]]) [[γείτων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γείτονας]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[συνορεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) [[περνάω]] την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες. | |mltxt=(AM [[γειτονεύω]]) [[γείτων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γείτονας]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[συνορεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) [[περνάω]] την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 4 March 2024
English (LSJ)
= γειτονέω (be a neighbour), c. dat., X. Vect. 1.8, Str. 3.3.8, al. ; abs., Id. 4.6.8, al., Phld. Ir. p. 48 W., etc. ; — Med., τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται ταύτῃ τῇ ἴξει Hp. Fract. 18.
Spanish (DGE)
ser vecino o limítrofe c. dat. Ἀθήναις δὲ γειτονεύουσιν (πόλεσι) X.Vect.1.8, τοὺς γειτονεύοντας αὐτοῖς (Καντάβροις) Str.3.3.8, cf. 5.3.4, 16.4.22, γείτον<ε>ς κοινοί εἰσιν οἷς γειτονε[ύει] ... Act.Amphip.9.5 (IV a.C.)
•abs. οὐδ' εἰς ταὐτὸ τολμᾷ π[λ] οῖον [ἐ] μβαίνειν οὐδὲ γειτονεύειν no se atreve a montar (con el iracundo) en la misma nave ni a ser su vecino Phld.Ir.21.37, τὰ γειτονεύοντα μέρη las regiones limítrofes Str.4.6.8, οἱ γειτονεύοντες los vecinos App.Mith.119
•en v. med. ser contiguo, estar próximo anat. c. dat. τοῖσι γὰρ ἐπικαιροτάτοισι τόνοισι γειτονεύονται Hp.Art.11, τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται μᾶλλον ταύτῃ τῇ ἴξει Hp.Fract.18.
German (Pape)
[Seite 478] = γειτνιάω, Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr.
French (Bailly abrégé)
être voisin de, τινι.
Étymologie: γείτων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γειτονεύω γείτων in de buurt zijn van, met dat.
Russian (Dvoretsky)
γειτονεύω: Xen. = γειτνιάω.
Greek (Liddell-Scott)
γειτονεύω: τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764.
Greek Monolingual
(AM γειτονεύω) γείτων
1. είμαι γείτονας κάποιου
2. συνορεύω
νεοελλ.
(για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες.