γειτονεύω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "met dat" to "met dat")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0478.png Seite 478]] = [[γειτνιάω]], Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0478.png Seite 478]] = [[γειτνιάω]], Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''γειτονεύω''': τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être voisin de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[γείτων]].
|btext=[[être voisin de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[γείτων]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=(AM [[γειτονεύω]]) [[γείτων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γείτονας]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[συνορεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) [[περνάω]] την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες.
|elnltext=[[γειτονεύω]] [[γείτων]] [[in de buurt zijn van]], met dat.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γειτονεύω:''' Xen. = [[γειτνιάω]].
|elrutext='''γειτονεύω:''' Xen. = [[γειτνιάω]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=[[γειτονεύω]] [[γείτων]] in de buurt zijn van, met dat.
|lstext='''γειτονεύω''': τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[γειτονεύω]]) [[γείτων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[γείτονας]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[συνορεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) [[περνάω]] την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες.
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτονεύω Medium diacritics: γειτονεύω Low diacritics: γειτονεύω Capitals: ΓΕΙΤΟΝΕΥΩ
Transliteration A: geitoneúō Transliteration B: geitoneuō Transliteration C: geitoneyo Beta Code: geitoneu/w

English (LSJ)

= γειτονέω (be a neighbour), c. dat., X. Vect. 1.8, Str. 3.3.8, al. ; abs., Id. 4.6.8, al., Phld. Ir. p. 48 W., etc. ; — Med., τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται ταύτῃ τῇ ἴξει Hp. Fract. 18.

Spanish (DGE)

ser vecino o limítrofe c. dat. Ἀθήναις δὲ γειτονεύουσιν (πόλεσι) X.Vect.1.8, τοὺς γειτονεύοντας αὐτοῖς (Καντάβροις) Str.3.3.8, cf. 5.3.4, 16.4.22, γείτον<ε>ς κοινοί εἰσιν οἷς γειτονε[ύει] ... Act.Amphip.9.5 (IV a.C.)
abs. οὐδ' εἰς ταὐτὸ τολμᾷ π[λ] οῖον [ἐ] μβαίνειν οὐδὲ γειτονεύειν no se atreve a montar (con el iracundo) en la misma nave ni a ser su vecino Phld.Ir.21.37, τὰ γειτονεύοντα μέρη las regiones limítrofes Str.4.6.8, οἱ γειτονεύοντες los vecinos App.Mith.119
en v. med. ser contiguo, estar próximo anat. c. dat. τοῖσι γὰρ ἐπικαιροτάτοισι τόνοισι γειτονεύονται Hp.Art.11, τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται μᾶλλον ταύτῃ τῇ ἴξει Hp.Fract.18.

German (Pape)

[Seite 478] = γειτνιάω, Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

être voisin de, τινι.
Étymologie: γείτων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτονεύω γείτων in de buurt zijn van, met dat.

Russian (Dvoretsky)

γειτονεύω: Xen. = γειτνιάω.

Greek (Liddell-Scott)

γειτονεύω: τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764.

Greek Monolingual

(AM γειτονεύω) γείτων
1. είμαι γείτονας κάποιου
2. συνορεύω
νεοελλ.
(για γυναίκα) περνάω την ώρα μου με άλλες γειτόνισσες.