λεπτολογέω: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptologeo | |Transliteration C=leptologeo | ||
|Beta Code=leptologe/w | |Beta Code=leptologe/w | ||
|Definition= | |Definition=[[speak subtly]], [[chop logic]], [[quibble]], Ar.''Nu.''320; περί τινος S.E.''M.''1.65; <b class="b3">λ. τι</b> [[discuss in quibbling fashion]], Luc.Bis Acc.34, D.C.55.28:—also in Med., Luc.''Prom.Es''6; τι πρός τινα Id.''JConf.'' 10. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] sein, genau reden, untersuchen, spitzfindig reden, mit verächtlicher Nebenbdtg, Ar. Nubb. 320 u. nach ihm Luc. Prometh. 6; pass., D. Cass. 55, 28; Nicom. arithm. 2, 28 u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[λεπτολογῶ]] :<br />disserter sur des riens : [[περί]] τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[λεπτολογέομαι]], [[λεπτολογοῦμαι]] disserter subtilement : τι sur qch ; τι [[πρός]] τινα sur qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτολόγος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτολογέω:''' тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, умствовать (τι Luc., περί τινος Sext.; med. τι πρός τινα Luc.): λ. καὶ περὶ καπνοῦ στενολεοχεῖν Arph. умствовать и пустословить. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λεπτολογέω''': ὁμιλῶ [[λεπτολόγως]], [[κατατέμνω]] τὴν λογικήν, σοφιστεύομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 320· [[περί]] τινος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 65· λ. τι, σοφιστικῶς ἢ μὲ πολλὴν λεπτολογίαν ἐξετάζειν τι, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 34, Δίων Κ. 55. 28· - οὕτω καὶ λεπτολογέομαι, ἀποθ., Λουκ. Προμ. 6· τὶ [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 10. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπτολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με την παραμικρή [[λεπτομέρεια]], [[λεπτολογώ]], [[ψειρίζω]], [[σοφιστεύομαι]], σε Αριστοφ.· [[λεπτολογέω]] τι, [[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[λεπτομέρεια]], είμαι [[λεπτολόγος]], σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λεπτολογέω]], fut. -ήσω<br />to [[talk]] [[subtly]], to [[chop]] [[logic]], [[quibble]], Ar.; λ. τι to [[discuss]] in quibbling [[fashion]], Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc. [from [[λεπτολόγος]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 16 March 2024
English (LSJ)
speak subtly, chop logic, quibble, Ar.Nu.320; περί τινος S.E.M.1.65; λ. τι discuss in quibbling fashion, Luc.Bis Acc.34, D.C.55.28:—also in Med., Luc.Prom.Es6; τι πρός τινα Id.JConf. 10.
German (Pape)
[Seite 30] sein, genau reden, untersuchen, spitzfindig reden, mit verächtlicher Nebenbdtg, Ar. Nubb. 320 u. nach ihm Luc. Prometh. 6; pass., D. Cass. 55, 28; Nicom. arithm. 2, 28 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
λεπτολογῶ :
disserter sur des riens : περί τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;
Moy. λεπτολογέομαι, λεπτολογοῦμαι disserter subtilement : τι sur qch ; τι πρός τινα sur qch contre qqn.
Étymologie: λεπτολόγος.
Russian (Dvoretsky)
λεπτολογέω: тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, умствовать (τι Luc., περί τινος Sext.; med. τι πρός τινα Luc.): λ. καὶ περὶ καπνοῦ στενολεοχεῖν Arph. умствовать и пустословить.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολογέω: ὁμιλῶ λεπτολόγως, κατατέμνω τὴν λογικήν, σοφιστεύομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 320· περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 65· λ. τι, σοφιστικῶς ἢ μὲ πολλὴν λεπτολογίαν ἐξετάζειν τι, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 34, Δίων Κ. 55. 28· - οὕτω καὶ λεπτολογέομαι, ἀποθ., Λουκ. Προμ. 6· τὶ πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 10.
Greek Monotonic
λεπτολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με την παραμικρή λεπτομέρεια, λεπτολογώ, ψειρίζω, σοφιστεύομαι, σε Αριστοφ.· λεπτολογέω τι, εξετάζω κάτι με λεπτομέρεια, είμαι λεπτολόγος, σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
λεπτολογέω, fut. -ήσω
to talk subtly, to chop logic, quibble, Ar.; λ. τι to discuss in quibbling fashion, Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc. [from λεπτολόγος